Το άρθρο 16 του συντάγματος της χώρας, που απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτικών-μη κρατικών πανεπιστημίων, και η πρόθεση της κυβέρνησης ΝΔ να αναθεωρηθεί, ώστε να «ανοίξει» ένα νέο πεδίο για κέρδη για τους επιχειρηματικούς ομίλους, είναι ένα θέμα που συζητιέται και στο οποίο, ουσιαστικά, όλοι πλην ΚΚΕ, συμφωνούν.
Η κυβέρνηση της ΝΔ και το υπουργείο παιδείας, στις προγραμματικές δηλώσεις, προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα. Μεθοδεύουν την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, παρακάμπτοντας το άρθρο 16 του συντάγματος, αξιοποιώντας το άρθρο 28 όπου προβλέπει ότι «οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο (…) αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου». Έτσι, με μια νομοθετική ρύθμιση, μπορεί να προσπεράσει το άρθρο 16, και να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ στη χώρα μας.
Ακούμε πολλά, κάποια από αυτά έχουν φροντίσει η κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της να είναι «ντυμένα» με εύηχες εκφράσεις, όμως η αλήθεια είναι μια: Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας, θα είναι ένα άλμα σε κατεύθυνση χειροτέρευσης των σπουδών, του κόστους για να ανταπεξέλθουμε σε αυτές, των δικαιωμάτων που απορρέουν από την απόκτηση του πτυχίου μας.
Σε αυτό το κείμενο του “Οδηγητή” απαντάμε κάποιες πρώτες εύλογες ερωτήσεις για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και φυσικά θα επανέλθουμε με ακόμα περισσότερα.
«Πρέπει να καταργηθεί το αδιανόητο μονοπώλιο του κράτους στην ανώτατη εκπαίδευση που τόσα προβλήματα έχει δημιουργήσει. Η χώρα μας αποτελεί θλιβερή εξαίρεση στο σύγχρονο ακαδημαϊκό κόσμο. Οι αντιδράσεις είναι αποτέλεσμα μιας εμμονής». Είναι πράγματι έτσι;
Με μια ματιά στο τι ισχύει σήμερα, εντοπίζουμε τουλάχιστον δύο χοντροκομμένα ψέματα.
Ψέμα πρώτο: Η Ελλάδα δεν αποτελεί την "εξαίρεση" αλλά βρίσκεται στον ίδιο δοκιμασμένο δρόμο της πολιτικής της ΕΕ που έχει «τόσα προβλήματα δημιουργήσει». Aυτόν της εμπορευματοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης. Οι κυβερνήσεις από το 2000 και μετά έχουν συντάξει τουλάχιστον 10 νόμους-πλαίσια αντιστοίχισης των ελληνικών πανεπιστημίων με τις οδηγίες της ΕΕ. Αυτός είναι ο “κανόνας” και όχι η “εξαίρεση”. Η μόνη “εμμονή” είναι στη συνέχεια αυτής της πολιτικής που έχει δοκιμαστεί και οδηγήσει στις πανάκριβες σπουδές (μια οικογένεια ξοδεύει τεράστια ποσοστά του μισθού της για τις σπουδές των παιδιών της από φροντιστήρια στο σχολείο μέχρι τη στέγαση στο πανεπιστήμιο και τα πανάκριβα μεταπτυχιακά), στην υποβάθμιση των πτυχίων που δεν εξασφαλίζουν την άσκηση του επαγγέλματος, την κατηγοριοποίηση των σχολών.
Ψέμα δεύτερο: Δεν υπάρχει μονοπώλιο του κράτους στην εκπαίδευση. Με νόμους της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση της αγοράς εκπαιδευτικών προϊόντων. Ας σκεφτούμε ότι στη χώρα μας 28.063 φοιτητές φοιτούσαν το 2022 σε κολέγια, λειτουργούν 32 θεσμοθετημένα ιδιωτικά κολέγια και ακόμα 30 παραρτήματα πανεπιστημίων του εξωτερικού! Ήδη όλα αυτά αναγνωρίζονται επαγγελματικά και διεκδικούν και την ακαδημαϊκή αναγνώριση.
Είμαστε λοιπόν στο “σύγχρονο” ακαδημαϊκό κόσμο. Ευτυχώς όμως έχουμε καταφέρει με τους αγώνες μας να έχουμε και θετικές εξαιρέσεις όπως να μην πληρώνουμε ακόμα δίδακτρα στα προπτυχιακά, να μην χρειαζόμαστε δάνειο για τις προπτυχιακές σπουδές όπως στις ΗΠΑ που το 2020 τα χρέη από φοιτητοδάνεια ξεπέρασαν τα 1,6 δις, να έχουμε κατακτήσει κάποιες δωρεάν υπηρεσίες φοιτητικής μέριμνας.
Μας λένε πως η λειτουργία των ιδιωτικών ΑΕΙ, θα έχει «αυστηρά κριτήρια και αξιολόγηση», υπό την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ). Δεν θα εξασφαλιστεί επομένως υψηλή ποιότητα σπουδών;
Μα ακριβώς αυτό μεγαλώνει τις ανησυχίες μας. Πρόκειται για μια από τα ίδια. Αν κοιτάξουμε για παράδειγμα την κατάσταση στα πανεπιστήμια θα δούμε τι “εξασφάλισε” αυτή η αξιολόγηση. Θα δούμε για παράδειγμα την αναλογία φοιτητών – διδασκόντων να έχει φτάσει στο 1/69, για να μην μιλήσουμε για την κατάσταση στις υποδομές των ιδρυμάτων…
Επομένως, το πρόβλημα δεν είναι η «έλλειψη αυστηρών κριτηρίων και ελέγχου» αλλά ακριβώς το ποια είναι αυτά τα κριτήρια, “βιωσιμότητας” και “ανάπτυξης”, όπως λένε χαρακτηριστικά. Τα κριτήρια που αξιολογούν τα ΑΕΙ δεν προσανατολίζονται στην καλυτέρευση των όρων σπουδών μας αλλά στο πώς το Πανεπιστήμιο θα γίνει ακόμα πιο ακριβό για τους φοιτητές, φθηνό για το κράτος και κερδοφόρο για τις επιχειρήσεις! Αυτό που αξιολογούν είναι ο βαθμός εμπορευματοποίησης της γνώσης, με βάση τις πωλήσεις εκπαιδευτικών και ερευνητικών προϊόντων.
Σε αυτό το έδαφος δεν κυριαρχεί η “αξιοκρατία”, αλλά η επιχειρηματική ηθική. Σε διάφορες χώρες είναι γνωστά τα σκάνδαλα με το λάδωμα, την εξαγορά πτυχίων, την εισαγωγή φοιτητών χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια μόνο και μόνο για να πιαστούν οι στόχοι εισακτέων που οδηγούν σε κονδύλια χρηματοδότησης και πλασαρίσματος στην αγορά.
Η κυβέρνηση “δεσμεύεται” ότι τα δημόσια πανεπιστήμια θα παραμείνουν στο επίκεντρο της προσοχής και έτσι ο ανταγωνισμός τους με τα ιδιωτικά θα ευνοήσει τα δημόσια. Δεν είναι καλό αυτό;
Η κυβέρνηση ξέρει να παίζει με τις λέξεις. Αποκαλεί “μη κρατικά” και “μη κερδοσκοπικά” (εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ θα διεκδικήσουν τα πνευματικά δικαιώματα) τα… ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Ίσως δεν θέλει να δημιουργεί συνειρμούς με τις ιδιωτικές εταιρίες γνωστές για την “κοινωνική τους προσφορά” και για το πόσο “μη κερδοσκοπικές” είναι. Όπως στους ματωμένους σιδηρόδρομους των Τεμπών ή με τη συνύπαρξη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην υγεία που την περίοδο της πανδημίας… έκαναν μπίζνες με τις ανθρώπινες ζωές. Από την άλλη, μπορεί να επιδιώκει να μας πείσει ότι θα πρόκειται για κάτι πιο διαφορετικό σε σχέση με την τραγική κατάσταση που έχει διαμορφώσει η ίδια με την πολιτική της στα Πανεπιστήμια. Ίσως πάλι να πρόκειται για χιούμορ, αν αναλογιστούμε πόσο “μη κερδοσκοπικά” είναι με την σημερινή τους μορφή τα δημόσια πανεπιστήμια που λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και αντιμετωπίζουν τους φοιτητές ως πελάτες…
Κανείς δεν κρύβει ότι αυτό που θα προκύψει είναι η ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων. Αλλά, αλήθεια, σε τι θα ανταγωνίζονται; Στο πoιο θα δώσει καλύτερη και δωρεάν επιστημονική εκπαίδευση στους φοιτητές; Η πείρα έχει δείξει ότι αυτός ο ανταγωνισμός οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ένα ανελέητο πόλεμο για την επιβίωση του πιο ισχυρού, για να αποσπαστούν κονδύλια, προγράμματα, φοιτητές-πελάτες.
Οι αρνητικές συνέπειες θα είναι μεγάλες για τα δημόσια ιδρύματα. Πώς θα βρεθεί στο “επίκεντρο” και πώς θα ανταπεξέλθει το δημόσιο στον ανταγωνισμό με την τεράστια υποχρηματοδότηση;
Η ευρωπαϊκή πείρα έχει αποδείξει: στην προσπάθεια να βρεθούν έσοδα θα γενικευτούν τα δίδακτρα, τα ιδρύματα θα εξαρτηθούν από χορηγούς υπηρετώντας τους δικούς τους σκοπούς, ενώ παράλληλα θα δημιουργηθούν και άλλα προβλήματα. Καθηγητές και προσωπικό θα αναζητούν καλύτερες απολαβές και δεν θα μένουν στα ιδρύματα που δεν μπορούν να τους τα προσφέρουν. Οι ελάχιστες δωρεάν υπηρεσίες θα αποκτήσουν ανταποδοτικό χαρακτήρα.
Ενδεικτικό για τις “καλές προοπτικές” που υπάρχουν για τα δημόσια πανεπιστήμια είναι το παράδειγμα-πρότυπο που χρησιμοποίησε ο Κ. Μητσοτάκης για τα “θετικά” της λειτουργίας ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων από τα δημόσια πανεπιστήμια, χωρίς όμως να αναφερθεί στα δίδακτρα που έχουν και τις υποδομές που δεσμεύουν. Αυτή η κατάσταση θα γενικευτεί.
Έτσι θα αυξηθεί κατακόρυφα το κόστος των σπουδών, αφού τα ιδρύματα θα μετράνε «κέρδη και ζημιές» με τους φοιτητές χαμένους και τους επιχειρηματίες νικητές.
Την ίδια ώρα θα υποβαθμιστεί κι άλλο η αξία των πτυχίων και των εργασιακών δικαιωμάτων των απόφοιτων αφού διευρυνθεί ακόμα περισσότερο η αγοροπωλησία πτυχίων και τίτλων σπουδών. Έτσι θα συναντάμε στα “ράφια” της αγοράς, από πτυχία πολύ χαμηλού επιπέδου μέχρι και υψηλότερου αφού… “ότι πληρώνεις παίρνεις”.
Θα δεχθεί πλήγμα η ποιότητα και το επίπεδο των σπουδών. Αλήθεια, ποιος δεν αναρωτήθηκε με αφορμή τη δημοσίευση για ίδρυση ιδιωτικής Ιατρικής από γνωστά funds της υγείας: Αυτές οι επιχειρήσεις θα διδάσκουν το πώς κερδοσκοπούσαν πάνω στις ίδιες τις ζωές των ασθενών μέσα στην πανδημία; Θα διδάσκεται η λογική που θεωρεί κόστος την ολοκληρωμένη ιατρική περίθαλψη; Το περιεχόμενο της διδασκαλίας θα βασίζεται στις σύγχρονες ανάγκες της ιατρικής ή στις συγκεκριμένες ανάγκες του καταμερισμού της κάθε επιχείρησης υγείας για εργαζόμενους διαφορετικών επιπέδων με ημερομηνία λήξης;
Η κυβέρνηση μάς λέει πώς ιδρύει ιδιωτικά ΑΕΙ για να “κρατήσει” τους νέους στη χώρα, ότι «θα ευνοηθούν τα παιδιά που δεν περνάνε στο Πανεπιστήμιο, θα έχουν περισσότερες επιλογές και ευκαιρίες στην Ελλάδα». Ισχύει;
Εδώ η υποκρισία απογειώνεται. Αν η κυβέρνηση ήθελε να αντιμετωπίσει το παραπάνω ζήτημα θα είχε καταργήσει την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, θα στήριζε τους μαθητές στο σχολείο, θα αναβάθμιζε τα πανεπιστήμια με τις αναγκαίες παροχές, θα έδινε πραγματική αξία στα πτυχία και άλλα πολλά.
Προκαλούν με αυτά που λένε: Αλήθεια, τότε γιατί θα δίνονται πανελλήνιες αφού όποιος έχει λεφτά θα “αγοράζει” την είσοδο του σε μία σχολή ή και το πτυχίο; Και την ίδια ώρα ας σκεφτούμε: η λειτουργία τόσων κολεγίων ή παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων μείωσε τη ροή προς το εξωτερικό; Η μόνη “ευκαιρία” επιλογής που δίνει η κυβέρνηση είναι το “τι βαστάει η τσέπη” κάθε οικογένειας, αφού τελικά για τους πολλούς θα γίνονται περισσότερα τα εμπόδια και θα διευρύνονται οι ταξικοί φραγμοί.
Είναι όμως και πολύ προσβλητικό να αντιμετωπίζουν τους φοιτητές σαν πορτοφόλια για ξεζούμισμα από ξένους ή ντόπιους εμπόρους πτυχίων και ξεδιάντροπα να τους απασχολεί σε ποιανού την τσέπη θα πάει ο κόπος των οικογενειών τους.
«Μήπως έτσι γίνει η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας πιο ανταγωνιστική και συμβάλει στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας»;
Ας αναρωτηθούμε. Η αναπτυξιακή πορεία της χώρας σημαίνει αυτόματα βελτίωση των όρων σπουδών και της εργασιακής προοπτικής;
Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να σχεδιάζει την ανάπτυξη και μια χώρα “ακαδημαϊκό κόμβο” με αναβαθμισμένα δημόσια ΑΕΙ, ανταλλαγές φοιτητών και ερευνητών για διεύρυνση του γνωστικού τους πεδίου, με ελεύθερη διάχυση της γνώσης, κοιτίδα πολιτισμού και διεπιστημονικής συνεργασίας. Αντίθετα σχεδιάζει κόμβους επιχειρηματικής δράσης με κυνήγι της πατέντας, με αξιοποίηση από παγκόσμια μονοπώλια των ερευνητικών και άλλων υποδομών των πανεπιστημίων, με εκμετάλλευση της δουλειάς των φοιτητών, με σεμινάρια κατάρτισης με ημερομηνία λήξης για τους πολλούς και παζάρι για φθηνό επιστημονικό δυναμικό.
Το ερώτημα λοιπόν “ανάπτυξη για ποιόν;” ξεπροβάλει ως κύριο και στην συζήτηση για το μέλλον των πανεπιστημίων.
Πτυχία με αξία & δωρεάν σπουδές αυτό είναι το σύγχρονο για τους φοιτητές
Τελικά το κύριο ζήτημα είναι αν η ανώτατη εκπαίδευση θα αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα ή ως δικαίωμα. Δηλαδή αν θα υπηρετεί τα κέρδη ή τις ανάγκες μας.
Πραγματικά σύγχρονο και ρεαλιστικό είναι:
‣ Να έχουμε ελευθερία να σπουδάζουμε χωρίς ταξικούς φραγμούς, και όχι “ελευθερία” για αγοροπωλησία πτυχίων και πανάκριβων πιστοποιήσεων.
‣ Να έχουμε ένα πτυχίο που να εξασφαλίζει τα εφόδια που χρειαζόμαστε για την εργασία στο αντικείμενό μας, να διαδίδεται ελεύθερα η επιστημονική γνώση χωρίς ταξικούς φραγμούς, να προετοιμάζονται οι απόφοιτοι που έχει ανάγκη η κοινωνία και όχι να καθορίζονται οι ιεραρχήσεις από τα επιχειρηματικά συμφέροντα που τελικά υπονομεύουν τις δυνατότητες της επιστήμης και της εργασιακής προοπτικής των αποφοίτων.
‣ Να επιλέγεται η σχολή με βάση το ενδιαφέρον του μαθητή και τις κοινωνικές ανάγκες, με μια ενιαία διαδικασία και κανόνες και όχι με βάση την τσέπη του καθένα.
Απέναντι στην οπισθοδρόμηση που μας καλούν να αποδεχτούμε με το να σπουδάζει “όποιος έχει” και να βρίσκουμε δουλειά, πιθανά άσχετη με το επιστημονικό μας αντικείμενο, για έως και 13 ώρες τη μέρα, αντιδράμε!
Παλεύουμε για αποκλειστικά δημόσιες και δωρεάν σύγχρονες σπουδές, για καμία αναθεώρηση του άρθρου 16, για πτυχίο μοναδική προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος.