21ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΚΕ:Ερώτηση - Απάντηση: Γιατί η γραμμή ενός "μίνιμουμ προγραμμάτος μεταρρυθμίσεων" είναι επικίνδυνη και αδιέξοδη λύση για το κίνημα;
Τρί, Μαΐ 18, 2021
Στη θέση 31 του πρώτου κειμένου των Θέσεων αποτυπώνεται η στόχευση του οπορτουνισμού να προβάλλει τη γραμμή «ενός μίνιμουμ προγράμματος μεταρρυθμίσεων, μιας μεταβατικής κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, για να μας σύρουν (σ.σ. το ΚΚΕ) σε συνεργασίες με αστικά κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβερνητική πείρα του οποίου είναι αρνητικά πολύτιμη για τις επαναστατικές δυνάμεις». Γιατί πρόκειται για επικίνδυνη και αδιέξοδη λύση για το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα;
Επί της ουσίας αφορά τη γραμμή ενσωμάτωσης στο σύστημα. Εγκλωβίζει το κίνημα εντός των τοιχών του συστήματος, καλλιεργεί αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει μια φιλολαϊκή παραλλαγή του. Πρόκειται για μία επικίνδυνη λογική αφού τελικά ενισχύει τις «μειωμένες απαιτήσεις» από τις αγωνιστικές διεργασίες, αποτρέπει το εργατικό κίνημα να βάλει στο στόχαστρο τον πραγματικό ταξικό αντίπαλο, να βάλει στο επίκεντρο το σύνολο των κοινωνικών αναγκών και να διεκδικήσει την ικανοποίησή τους.
Διάφορες οπορτουνιστικές ομάδες πρωτοστατούν στην προβολή της δυνατότητας μιας «μεταβατικής κυβέρνησης» που θα προκύψει από την πολιτική συμμαχία «προοδευτικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων» να αλλάξει -σε συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής- τον χαρακτήρα του αστικού κράτους, να «προσπεράσει» τους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας και έτσι να κάνει δυνατό το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Μάλιστα, θεωρούν απολύτως επιβεβλημένη υποχρέωση του ΚΚΕ (με την προσδοκία πάντα της μετάλλαξής του μέσω της συνεργασίας, που απαιτεί ιδεολογικές και πολιτικές υποχωρήσεις) να συμμετέχει ενεργά σε ένα τέτοιο «μετωπικό» σχήμα.
Δεν είναι κάτι καινούριο. Ήδη στις Θέσεις του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στη διαμόρφωση των οποίων συνέβαλλε καθοριστικά ο Λένιν, αναφέρονται τα εξής: «… η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τη νομοθετική δράση των αστικών κοινοβουλίων, η διαρκώς αυξάνουσα σημασία του αγώνα για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων μέσα στο περιθώριο του καπιταλισμού, η επικράτηση του λεγόμενου «μίνιμουμ» προγράμματος των σοσιαλιστικών κομμάτων και η χρησιμοποίηση ενός «μάξιμουμ» προγράμματος που απέβλεπε σε έναν απομακρυσμένο «τελικό σκοπό». Πάνω σε αυτή τη βάση αναπτύχθηκαν έπειτα τα συμπτώματα του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού, της διαφθοράς, της φανερής ή κρυφής προδοσίας των πιο στοιχειωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης».
Αλλά και πιο πρόσφατα, η λογική του μεταβατικού προγράμματος -με τη μορφή του «αντιμνημονιακού μετώπου»- οδήγησε το κίνημα στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2011-2015, βοήθησε στην κυβερνητική άνοδό του. Οδήγησε στις συγκεντρώσεις για την «αγωνιστική» στήριξη της διαπραγμάτευσής του με την ΕΕ, που έφερε το 3ο μνημόνιο και στην ενίσχυση του κάλπικου διλήμματος που τέθηκε στο δημοψήφισμα του 2015. Είναι η πολιτική γραμμή που τελικά οδήγησε πολύ κόσμο στην απογοήτευση, στη μοιρολατρία, στην αποχή από τη συλλογική διεκδίκηση και στην ενσωμάτωση του κινήματος.
Σήμερα, οι δυνάμεις του οπορτουνισμού, σαν να μην πέρασε μια μέρα, ρίχνουν ξανά νερό στο μύλο του «αντικυβερνητικού μετώπου». Μιλάνε για τις «ιδεοληψίες της δεξιάς», «τη χουντική κυβέρνηση της ΝΔ». Το ΝΑΡ σε πρόσφατη κριτική προς τις θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 21ο Συνέδριο προσπαθεί να «νουθετήσει» το Κόμμα ώστε να υιοθετήσει ορισμένους πολιτικούς στόχους. Δεν απαντάνε, όμως, ποιος μπορεί να υλοποιήσει τους στόχους αυτούς. Για παράδειγμα, ποιος θα επιβάλει την έξοδο από την ΕΕ και τη διαγραφή του χρέους; Δεδομένου ότι ο στόχος της εργατικής εξουσίας αποτελεί για αυτούς -λίγο πολύ- «παραπομπή στη δευτέρα παρουσία», τελικά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, καταλήγουν σε πρόταση για κυβερνητική εναλλαγή εντός του καπιταλισμού, ακόμα και αν αυτή δεν την προσδιορίζουν ως επαναφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.
Το ΚΚΕ δίνει ξεκάθαρη απάντηση, λέγοντας ότι ο ελληνικός λαός μπορεί και πρέπει να επιλέξει ο ίδιος -με τη θέληση και τη δράση του- την έξοδο από την ΕΕ και τη διαγραφή του χρέους, να θέσει αυτά τα ζητήματα στην προμετωπίδα των συνθημάτων του, να διεκδικήσει την κάλυψη του συνόλου των αναγκών του, οργανώνοντας την πάλη του με τέτοιο τρόπο ώστε να διεκδικήσει ταυτόχρονα τα «κλειδιά» της οικονομίας, του πλούτου που παράγει, με το πέρασμα της εξουσίας στα δικά του χέρια. Αυτό αποτελεί πραγματική εναλλακτική λύση προς όφελος του λαού και αξίζει κάθε θυσία.
Όσο λειτουργούν οι νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας, όποιες αλλαγές και να γίνουν στη συμμετοχή μιας χώρας σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και στα κυβερνητικά σχήματα, θα συνεχίζονται το ξεζούμισμα των εργαζομένων, η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, οι θυσίες των κοινωνικών αναγκών για να αυξηθεί η καπιταλιστική κερδοφορία.
Αυτά χρειάζεται να κατανοούνται από ολοένα και περισσότερους νέους και νέες, ώστε να ισχυροποιείται το κίνημα, να ισχυροποιείται η γραμμή της σύγκρουσης και της ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα, τις κυβερνήσεις, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, συνολικά το αστικό κράτος. Μόνο αυτός ο αγώνας μπορεί να αποσπάσει ορισμένες κατακτήσεις στο σήμερα, αλλά και να ανοίξει το δρόμο της επαναστατικής αλλαγής. Η ισχυροποίηση της Κοινωνικής Συμμαχίας, δηλαδή η κοινή αντικαπιταλιστική πάλη στην βάση των κοινών συμφερόντων και αναγκών είναι η μόνη απάντηση απέναντι στην ανελέητη επίθεση του κεφαλαίου! Σε αυτή τη μεγάλη συμμαχία, στα εργατικά σωματεία, τους φοιτητικούς συλλόγους και τα άλλα όργανα του κινήματος που παλεύουν με ζωντάνια για το δίκιο των πολλών, μπορούμε να συναντηθούμε πολύ περισσότεροι, ανεξάρτητα τι ψηφίζει ο καθένας. Τα μέλη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ είναι εκεί και δίνουν καθημερινά τη μάχη.