Δημοσιεύουμε ποιήματα που έγραψαν και μοιράστηκαν με τον «Οδηγητή» σύντροφοι με αφορμή τις καταστροφικές πυρκαγιές των τελευταίων ημερών

Λίμνες φωτιάς

Γεννήθηκα σε τόπο αλαργινό
-Ανατολή-
άμμος, όπλων κλαγγές, ξερό σιτάρι.
Θρηνούσε η μάνα
που θα έφερνε μοιραία μια ζωή
-στης φτώχιας τη Σεόλ
δυο σπιθαμές, δυο βήματα-
δυο βήματα πιο αψηλά απ’ τον Άδη.
“Μωρό, Κοιμήσου”, ψιθυρίσαν
οι νεράιδες των δασών
“κοιμήσου, θα σ’αφήσουμε
στην πόρτα φασκιωμένο!
Το τρυφερό σου μάγουλο
-ρόδινο σαν το δει-
θα γλυκάνει παρευθύς,
αχτιδοφιλημένο!”
Μεγάλωσα στον τόπο μου
στη στέρφα Γη, στα όρη
στις πεδιάδες τις νεκρές
που ο Ήλιος μόνο ζώνει.
Μα ο Ήλιος έγινε φωτιά,
-”Αχμέτ! Ασλάν!”-
και οι κραυγές
-λίμνη φωτιάς-
βόμβοι, σειρήνες
-Ασιγιέ!!-
Ανέβαιν’ ο Άδης βήματα
σχεδόν σκαρφαλωτά
σφίγγω βρέφος
-τον γιο μου- φασκιωμένο.
Διαβήκαμε τα σύνορα
-Δάσος ολοσπαρμένο-
για να βρω τις νεράιδες μου
στερνά να τις προσμένω…
Μα όμως δεν επρόφτασα
γιατί ήταν μιλημένο
λίμνες φωτιάς να καίουνε
για κάθε αδικημένο.

 

A.X.

Κόκκινο στο βάθος…

Κόκκινο στο βάθος…

Δεν είναι η δύση του ήλιου απόψε

Δεν τον είδαμε ποτέ να δύει σήμερα

Έδυσε

Πού να το καταλάβουμε;

Όχι, δεν είναι όνειρο!

Είμαστε ήδη ξύπνιοι

Πότε θα το παραδεχτούμε;

Κάποτε την είχαμε «δαμάσει» τη φωτιά

Ακόμη κι αν τους πολλούς τούς φορτώσαν με αλυσίδες

Αφεντάδες που μονοπώλησαν τα σπίρτα.

 

Πάνω από μισό αιώνα τώρα «αγγίζουμε» το Διάστημα

Γιατί εδώ στη Γη «πουλάν’» ανημποριά ακόμα;

Και ποιοι μας είπαν ότι θα καούμε;

Ποιοι στείλανε στο θάνατο ανθρώπους;

Ποιοι άναψαν τις φλόγες που δε ‘σβήσαν;

Με σκυφτό κεφάλι τη Γη μας να θωρούμε

Για ποιο κλίμα που αλλάζει μας μιλάνε;

Κάποτε φίλες μας τις κάναμε τις σπίθες

Τότε που δεν ξέραμε τι πάει να πει «το κλίμα»

Και τώρα; ποιοι δεν πήρανε μέτρα να σωθούμε;

Απ’ την «αλλαγή» αυτή του κλίματος που λένε

Και ποιος την έφερε αυτή την «αλλαγή»;

Ποιος τη βρώμισε, τη μόλυνε τη φύση;

Αφεντάδες που τώρα δήθεν κλαίνε

Και κλείνουν ξανά το μάτι τους για μπίζνες στα καμένα.

 

Αυτοί είναι όλοι-όλοι οι πυροσβέστες;

Πού είναι η ετοιμότητα που μας υποσχεθήκαν;

Κι ένα αεροπλάνο μόνο του τι να πρωτο-ημερέψει;

Κάτι ξερόχορτα μέσα στις στάχτες είδα

Έτσι θα τις προλάβουμε τις φλόγες;

Και τους κρουνούς χωρίς νερό για θέατρο τούς είχαν;

Ξανά μάς ‘γνεψαν «πάμε κι όπου βγει»

Ξανά «τρεχάτε», μες στις στάχτες τους μας ‘ριξαν…

 

Χώμα μαύρο…

Ερημωμένοι δρόμοι

Σαπίλα και αίμα

Δεν μπορώ να αναπνεύσω…

Λίγο αέρα

Πάλι παρατημένος ο λαός

Στου χάους τις φωτιές

Οι αφεντάδες και το κράτος τους είναι οι εμπρηστές

 

Κόκκινο στο βάθος…

Τώρα είναι πιο κοντά

Να φοβηθώ;

Ας σφίξουμε λιγάκι τη γροθιά, μαζί και την καρδιά μας

Λίγο κουράγιο ρε παιδιά, άντε ξανά κουράγιο

Μόνοι μας εμείς με τη γροθιά μας θα σωθούμε

Χέρι- χέρι

Λίγο νερό…

Κι άλλο λίγο…

Σφίξτε κι άλλο τη γροθιά

Εδώ κάτι πρέπει να «σπάσει»…

Δεν είναι ο εχθρός μας η φωτιά

Αλλά οι «γητευτές» της!

Να, της κάνουν σινιάλο να περάσει…

 

Μη φοβάστε, θα «πάμε αλλιώς»…

Αρκεί να το παλέψουμε, εμείς για μας - καθήκον

Το βλέπετε το κόκκινο στο βάθος;

Υπάρχει και το κόκκινο της ζωής καμιά φορά κρυμμένο

Και ο αγώνας της γροθιάς μας κάτι δείχνει

Μας «πνίγει» πια πολύ καιρό ο γερασμένος κόσμος

Δε θα είναι έτσι για πάντα το τοπίο

Κάποτε θα φυτρώσουνε ξανά λουλούδια και δεντράκια

Κάποτε θα περπατήσουμε ξανά σε ονειρεμένα δάση

Κάποτε όλοι οι εμπρηστές οι αφεντάδες θα πληρώσουν

Δεν θα ‘ναι το δάσος για πολύ της τσέπης τους χρυσάφι

Ούτε κόστος κι έξοδο για το δικό τους κράτος

 

Βλέπετε το κόκκινο στο βάθος;

Είναι το χρώμα της καρδιάς και της πληγής σημάδι

Κάτι «ζητά» να αλλάξει

Αλλά δεν μπορεί μονάχο του το μέλλον

Θα τη «δαμάσουμε» εμείς και πάλι τη φωτιά

Χωρίς πια αλυσίδες…

 

A.K.