Γιατί νιώθουμε να ζούμε μέσα σε μία «διαρκή κρίση» την ώρα που οι αριθμοί «ευημερούν»;
Συνέντευξη με τον Γρηγόρη Λιονή
Πέμ, Ιαν 26, 2023
Δεκάδες νούμερα και δείκτες παρελαύνουν στα διάφορα social media και στα κανάλια σχετικά με τη πορεία της ελληνικής οικονομίας. Αλλά και πολλές συζητήσεις πάνω στις Θέσεις του ΚΣ για το 13ο Συνέδριο της Οργάνωσής μας, απασχολούν ερωτήματα σχετικά με το «προς τα που πάει η κατάσταση» και αν μπορούμε να αναμένουμε κάτι από την ανάπτυξη της οικονομίας. Ο «Οδηγητής» συζήτησε με τον Γρηγόρη Λιονή, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνο του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ.
«Οδηγητής»: Ακούμε το τελευταίο διάστημα κυρίως από κυβερνητικά στελέχη για τις θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Κατά πόσο έχουν βάση οι οικονομικοί δείκτες που επικαλούνται;
Γρηγόρης Λιονής: Πρώτα και κυρία πρέπει να σημειώσουμε ότι η ευημερία των αριθμών δεν μεταφράζεται σε ευημερία των εργαζομένων, σε ευημερία των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το εντελώς ανάποδο όπως φάνηκε περίτρανα το προηγούμενο διάστημα.
Οι σχετικά ψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης και οι επιδόσεις στον τομέα προσέλκυσης επενδύσεων που όντως σημειώθηκαν στην Ελληνική οικονομία την τελευταία χρονιά, όχι μόνο δεν συνδυάστηκαν με βελτίωση της ζωής των εργαζομένων αλλά αντίθετα είχαν ως προϋπόθεση μία δραστική επιδείνωσή της. Η προηγούμενη χρονιά ήταν μία χρονιά κατά την οποία το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων σημείωσε κατακόρυφη πτώση, λόγω της έκρηξης της ακρίβειας, του πληθωρισμού, της ενεργειακής φτώχειας, των επιτοκίων και πάνω απ´ όλα της καθήλωσης των μισθών στα πολύ χαμηλά επίπεδα όλου του προηγούμενου διαστήματος.
Τι δείχνει λοιπόν η πραγματικότητα: δείχνει αυτό που η θεωρητική σκέψη προβλέπει με πολύ αναλυτικό τρόπο, ότι η βελτίωση της κατάστασης για το κεφάλαιο, η καπιταλιστική ανάπτυξη δηλαδή, όχι απλά δεν συνδυάζεται με βελτίωση της ζωής των εργαζομένων αλλά αντίθετα πατάει πάνω σε μία επιδείνωση της. Άρα, οι αριθμοί και οι επιδόσεις τους δεν λένε τίποτα για τη ζωή των εργαζομένων.
Πέραν αυτού οι προβλέψεις της κυβέρνησης για την ερχόμενη χρόνια είναι τουλάχιστον υπεραισιόδοξες. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σε όλον τον κόσμο ελλοχεύει μία νέα καπιταλιστική κρίση με αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης οι οποίοι προβλέπονται από όλα τα σοβαρά οικονομικά ινστιτούτα και είναι σαφές ότι η κρίση αυτή θα διαχυθεί και στην εγχώρια οικονομία, η οποία σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τις επιδόσεις του τουρισμού και των διεθνών μεταφορών. Μπορεί, λοιπόν, κανείς να σκεφτεί: αν η ζωή των εργαζομένων επιδεινώθηκε τόσο την τελευταία χρονιά που οι ρυθμοί της καπιταλιστικής ανάπτυξης ήταν θετικοί, πως θα εξελιχθεί την επόμενη χρονιά όταν η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περάσει σε φάση κρίσης και η εγχώρια οικονομία μπορεί να καταγράψει ύφεση ή σίγουρα πολύ μικρότερη αύξηση από την προσδοκώμενη;
«Ο»: Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη βλέπουμε να χρησιμοποιεί μια σειρά στοιχεία για να δείξει πως η Ελλάδα είναι «πρωταθλήτρια» στην τιμή του ρεύματος ή των καυσίμων. Είναι «ελληνικό φαινόμενο» αυτά;
Γ.Λ.: Η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν αστεία αν δεν ήταν προκλητική. Πρώτα και κύρια ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την ίδια ευθύνη με τη Νέα Δημοκρατία για την συνολική ενεργειακή πολιτική που ακολουθείται στην Ελλάδα την τελευταία περίοδο: την πολιτική της απολιγνιτοποίησης, της πράσινης ενέργειας, την κυριαρχία των ακριβών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα, την επιλογή του φυσικού αερίου ως στρατηγικό καύσιμο ηλεκτροπαραγωγής. Εκείνη δηλαδή την πολιτική που οδήγησε σε τεράστιες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Οι πολύ ψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα σε τελευταία ανάλυση είναι συνευθύνη Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ.
Πέραν αυτού είναι αστείο να συζητάει κάνεις για την Ελλάδα ως εξαίρεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όταν τόσο η σημερινή νομισματική πολιτική που παράγει τον πληθωρισμό όσο και γενικότερα η πολιτική του πράσινου new deal, δηλαδή των αθρόων επιδοτήσεων στην πράσινη ενέργεια και σε πράσινες επενδύσεις που είναι η γενεσιουργός αιτία τόσο της ενεργειακής κρίσης όσο και του πληθωρισμού, είναι πολιτικές πού υλοποιούνται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για αυτό άλλωστε φαινόμενα ενεργειακής φτώχειας δεν υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα. Υπάρχουν παντού διαδηλώσεις για την ενεργειακή φτώχεια. Εμφανίζονται στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Γαλλία ακόμα και αντιθέσεις στο εσωτερικό του κεφαλαίου που κατηγορούν τις αστικές κυβερνήσεις ότι, με τη συγκεκριμένη πολιτική που ακολουθούν, καταστρέφουν τις βιομηχανίες της Ευρώπης. Ακόμα και ο πόλεμος που διεξάγεται στο έδαφος της Ουκρανίας. που αποτελεί μία ακόμα αιτία για την αύξηση των τιμών της ενέργειας. συνυπογράφεται τόσο από τη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ όσο και από όλα πρακτικά τα κράτη της ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι λοιπόν, είναι ένα αβάσιμο να μιλάμε για την Ελλάδα ως εξαίρεση του κανόνα.
«Ο»: Κοινή συνισταμένη των αστικών κομμάτων, είναι πως η ανάπτυξη φέρνει αυξημένα κρατικά έσοδα και ως εκ τούτου «χώρο» για ενίσχυση του λαϊκού εισοδήματος. Κατά πόσο ισχύει αυτό;
Γ.Λ.: Τίποτα δεν είναι πιο αστείο από μία λογική που λέει, σε τελευταία ανάλυση, ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να πληρώσουν φόρους για να εισπράξουν ανακούφιση... Πρέπει να σκεφτούμε ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν φέρνει κρατικά έσοδα αφού η φορολογία που πληρώνουν οι μεγάλοι όμιλοι ήταν είναι και παραμένει ισχνή. Αν κοιτάξουμε τα συγκεκριμένα στοιχεία, θα δούμε ότι κάτω από το 5% των συνολικών φορολογικών εσόδων καταβάλλεται από τους μονοπωλιακούς ομίλους ενώ το 95% καταβάλλεται από τους εργαζόμενους. Έτσι λοιπόν, η καπιταλιστική ανάπτυξη, δεν παράγει φόρους. Φόρους πληρώνουν τα εργατικά λαϊκά στρώματα μέσω της αυξημένης φορολογίας, πχ το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας που εκτόξευσε ο ΣΥΡΙΖΑ, την αυξημένη φορολογία στα καύσιμα, την κατάργηση του αφορολόγητου κ.ά. Απ’ τους υψηλούς φόρους που πληρώνει ο λαός, επιστρέφει στην τσέπη του ένα πολύ μικρό κομμάτι τους. Τα διάφορα pass του τελευταίου διαστήματος επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Πρόκειται για ισχνές επιδοτήσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου απ’ τους ίδιους τους εργαζόμενους.
«Ο»: Κάποιοι από τους αναγνώστες μας έχουν ξανακούσει ή ζήσει την κρίση του 2008, μετά ξανά το 2020 και τώρα πάλι ακούμε για μια νέα κρίση. Είμαστε, τελικά, σε μια διαρκή κρίση; Υπάρχει εναλλακτική;
Γ.Λ.: Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια οι καπιταλιστικές κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη με ένα ρυθμό τουλάχιστον ασυνήθιστο. Τη κρίση του 2008 τη διαδέχθηκε μία φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στη συνέχεια εκδηλώθηκε νέα κρίση που έμεινε γνωστή ως «κρίση του Covid» ενώ τώρα εκδηλώνεται τρίτη βαθιά καπιταλιστική κρίση που αποδίδεται στην ενέργεια και στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η αλήθεια είναι ότι η γενεσιουργός αιτία όλων αυτών των κρίσεων είναι κοινή. Η πολύ μεγάλη μάζα υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου που δεν βρίσκει κερδοφόρα διέξοδο στην παραγωγική διαδικασία είναι ο λόγος για τον οποίο ο καπιταλισμός εκδηλώνει τη μία κρίση μετά την άλλη. Για να καταλάβουμε λίγο την έννοια του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, αρκεί να σκεφτούμε ότι οι επιχειρήσεις δεν θέλουν να έχουν απλά χρήματα. Θέλουν να επενδύουν τα χρήματά τους κάπου που να μπορούν να βγάζουν κέρδη. Αν λοιπόν δεν υπάρχουν ευκαιρίες για τέτοια κέρδη τότε τα χρήματα δεν μπορούν να επενδυθούν και συνιστούν υπερσυσσωρευμένα κεφάλαιο. Η κρίση του καπιταλισμού είναι αποτέλεσμα ακριβώς αυτής διαδικασίας υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, ενώ οι ίδιες οι κρίσεις αποτελούν και μηχανισμό με τον οποίο λύνεται, προσωρινά τουλάχιστον, η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, αφού κάθε κρίση οδηγεί στην καταστροφή μιας μεγάλης μάζας κεφαλαίου προκειμένου να μπορεί να βρει κερδοφόρα διέξοδο το υπόλοιπο κεφάλαιο.
Η θεωρητική αυτή θέση βρίσκει απόλυτη αναφορά στο σήμερα. Δεν μιλάμε για μία ενιαία συνεχή κρίση, αλλά για διαδοχικές κρίσεις ανάμεσα στις οποίες υπάρχει περίοδος ανάπτυξης, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι το κεφάλαιο δεν καταστρέφεται σε επαρκή βαθμό για να τροφοδοτηθεί εκ νέου δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτή η παρατήρηση επιτρέπει να καταλάβουμε: γιατί θα εκδηλωθεί νέα, ακόμα βαθύτερη, κρίση στο αμέσως επόμενο μέλλον, τις βαθύτερες αιτίες της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων όπως για παράδειγμα ο πόλεμος ΝΑΤΟ-Ρωσίας, αλλά, πάνω από όλα, γιατί η αστική πολιτική στην Ευρώπη στις ΗΠΑ αλλά και σε πολλά άλλα μέρη σε ολόκληρο τον κόσμο έχει στραφεί στην περιβόητη πράσινη μετάβαση το λεγόμενο green new deal, την πολιτική δηλαδή που προτείνει ως λύση για την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, την απαξίωση τμήματος του κεφαλαίου με το πρόσχημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής και της αντικατάστασης του με άλλες πιο «πράσινες» λύσεις. Έτσι, η πανάκριβη πράσινη ενέργεια, τα απλησίαστα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα πράσινα τέλη, οι συνεχείς κρίσεις και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος έχουν την ίδια υποκείμενη αιτία, την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και την όξυνση των αντιθέσεων του καπιταλισμού.
Έτσι λοιπόν, η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι δεμένη με την καπιταλιστική κρίση και το μόνο που μπορεί να περιμένει κανείς είναι πράγματι νέες κρίσεις, νέους πολέμους, νέα φτώχεια και εξαθλίωση όσο προχωράει ο καπιταλισμός. Ακόμα και αν προχωρήσει εξ ολοκλήρου η πολιτική του πράσινου new deal και καταστραφεί ένα μεγάλο κομμάτι του κεφαλαίου και πάλι δεν πρόκειται να αποφευχθούν οι καπιταλιστικές κρίσεις, αφού ήδη το φαινόμενο της υπερσυσσώρευσης εμφανίζεται και στον κλάδο της πράσινης ανάπτυξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Bill Gates στο τελευταίο του βιβλίο ήδη κάνει λόγο για την ανάγκη νέων πεδίων επενδύσεων του κεφαλαίου μετά την πράσινη ανάπτυξη.
Καπιταλισμός σημαίνει κρίσεις. Σημαίνει ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Σημαίνει εξαθλίωση των εργαζομένων. Αυτή είναι η απλή αλήθεια που φυσικά δεν μας τρομάζει ούτε δημιουργεί μοιρολατρία, γιατί πραγματικά υπάρχει διαφορετική λύση. Αν οι κρίσεις, η εξαθλίωση και ο πόλεμος είναι γέννημα-θρέμμα του καπιταλισμού και της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τότε η αντιμετώπισή τους περνάει μέσα από το δρόμο της ανατροπής του ίδιου του καπιταλισμού.
Αυτός είναι ο δρόμος που προτείνει το ΚΚΕ: είναι η ο δρόμος της οργάνωσης της πάλης σήμερα με άξονα το ριζοσπαστικό πλαίσιο στόχων πάλης του ΚΚΕ, για την ανακούφιση των εργατικών λαϊκών στρωμάτων, την κατάκτηση νέων δικαιωμάτων και πάνω από όλα την προετοιμασία δυνάμεων για την αποφασιστική αναμέτρηση για την ανατροπή του καπιταλισμού και τον ριζικά διαφορετικό δρόμο της εργατικής εξουσίας.