Την κόλαση που ζούσαν τα παιδιά, που δούλευαν ως και 16 ώρες την ημέρα, με άθλια μεροκάματα και συνθήκες, την έχουν περιγράψει πολύ γλαφυρά στα έργα τους καλλιτέχνες όπως ο Τζακ Λόντον, ο Μαρκ Τουέιν, ο Μαξίμ Γκόρκι, ο Κάρολος Ντίκενς κ.ά. Άλλωστε, η λογοτεχνία είναι ο καθρέφτης κάθε κοινωνίας. Στις σελίδες της αποτυπώνονται συχνά οι πιο βαθιές αλήθειες... Έτσι, από τη στιγμή που γίνονται τα πρώτα δειλά βήματα στην εκβιομηχάνιση, που ιδρύονται εργατικά συνδικάτα, που πραγματοποιούνται οι πρώτες απεργίες, που διαδίδονται οι σοσιαλιστικές ιδέες, οι λογοτέχνες δεν μένουν αμέτοχοι και φυσικά δεν ανέχονται την εικόνα των παιδιών που δουλεύουν, αντί να παίζουν και να μορφώνονται...
Κάρολος Ντίκενς, Όλιβερ Τουίστ, Αγγλία, 1837
Ο Κάρολος Ντίκενς έδωσε σπαραχτικές εικόνες της εκμετάλλευσης στα μυθιστορήματά του "Όλιβερ Τουίστ", "Ντέιβιντ Κόπερφιλντ" κ.ά.
- "Μικρέ", είπε ο κύριος από την ψηλή πολυθρόνα, "άκουσέ με. Ξέρεις ότι είσαι ορφανό, έτσι δεν είναι;".
- "Τι θα πει αυτό κύριε;", ρώτησε ο φτωχός Όλιβερ.
- "Το παιδί είναι πραγματικά ανόητο – ακριβώς όπως το σκέφτηκα", είπε με πολύ αποφασιστικό τόνο στη φωνή του ο κύριος με το λευκό γιλέκο.
Αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι ευλογημένοι με το χάρισμα να καταλαβαίνουν από διαίσθηση το χαρακτήρα των συνανθρώπων τους, ε, τότε ο κύριος με το λευκό γιλέκο ήταν αναμφισβήτητα το κατάλληλο πρόσωπο για να πει τι είδους άνθρωπος στεκόταν μπροστά του.
- "Σιωπή!", είπε ο κύριος που είχε μιλήσει πρώτος. "Ξέρεις ότι δεν έχεις πατέρα ή μητέρα και ότι σε μεγάλωσε η ενορία, έτσι δεν είναι;".
- "Μάλιστα κύριε", απάντησε ο Όλιβερ, κλαίγοντας με αναφιλητά.
- "Μα γιατί κλαις;", ρώτησε ο κύριος με το λευκό γιλέκο.
Πραγματικά, το θέαμα ήταν πολύ περίεργο. Για ποιο λόγο θα μπορούσε να κλαίει το παιδί;
- "Ελπίζω ότι κάθε βράδυ κάνεις την προσευχή σου", είπε ένας άλλος κύριος με άγρια φωνή, "και ότι προσεύχεσαι για τους ανθρώπους που σε ταΐζουν και σε φροντίζουν σαν σωστό χριστιανό".
(…)
- "Λοιπόν! Εδώ ήρθες για να μορφωθείς και να μάθεις μια χρήσιμη τέχνη", είπε ο κοκκινομούρης κύριος από την ψηλή πολυθρόνα.
- "Γι’ αυτό θ’ αρχίσεις να μαζεύεις στουπιά από αύριο το πρωί στις έξι", είπε ο βλοσυρός κύριος με το λευκό γιλέκο.
Γι’ αυτές ακριβώς τις δύο ευλογίες που του έδωσαν δηλώνοντας απλώς ότι θα μάζευε στουπιά, ο Όλιβερ έκανε μια βαθειά υπόκλιση μετά από υπόδειξη του επιτρόπου, και τον οδήγησαν βιαστικά σε ένα μεγάλο θάλαμο. Εκεί ξαπλωμένος σε ένα σκληρό, χοντροφτιαγμένο κρεβάτι, έκλαψε με λυγμούς μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Τι υπέροχη εικόνα των τρυφερών νόμων αυτής της προνομιούχας χώρας! Επιτρέπουν στους φτωχούς να κοιμούνται!
Εμίλ Ζολά, Ζερμινάλ, Γαλλία, 1884
Ο Γάλλος συγγραφέας Εμίλ Ζολά απεικόνισε την άθλια καθημερινότητα των ανθρακωρύχων της βόρειας Γαλλίας στο μυθιστόρημά του "Ζερμινάλ", στα μέσα του 19ου αιώνα.
Αργότερα θα εξομολογηθεί: "Δεν είχα παρά μία μόνο επιθυμία, να δείξω αυτούς τους εξαθλιωμένους, αυτά τα θύματα της εκμετάλλευσης, αυτούς που ασφυκτιούν, όπως ακριβώς τους έχει καταντήσει η κοινωνία μας... Να προκαλέσω τέτοια κραυγή για δικαιοσύνη, ώστε η Γαλλία να πάψει, επιτέλους, να επιτρέπει να την κατασπαράζουν" και θα ευχόταν στους αστούς αναγνώστες του να νιώσουν "το ρίγος της φρίκης".
(...) Ο Καλοθάνατος Μαέ περιγράφει την ιστορία της εργασίας της οικογένειάς του στο ανθρακωρυχείο στον ανήλικο Ετιέν.
Ο Ετιέν τον κοίταζε, κοίταζε το έδαφος που το λέκιαζε μ’ αυτόν τον τρόπο.
- "Πάει πολύς καιρός", συνέχισε, " που δουλεύετε στο ανθρακωρυχείο;".
Ο Καλοθάνατος άνοιξε διάπλατα τα δύο του μπράτσα.
- "Πολύς καιρός, α, ναι!... Δεν ήμουν ούτε οχτώ χρονών όταν πρωτοκατέβηκα. Να, ακριβώς εδώ, στο Βορέ, κι είμαι τώρα την ώρα τούτη πενήντα οχτώ. Λογαριάστε τα... Έκανα τα πάντα εκεί μέσα, στην αρχή σαν μαθητευόμενος, έπειτα – όταν δυνάμωσα αρκετά για να μπορώ να σηκώνω τη δουλειά – σαν βολοκόπος και κατόπιν μιναδόρος για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. Έπειτα, εξαιτίας των καταραμένων ποδιών μου, μ’ έβγαλαν από το μέτωπο εξόρυξης να γεμίζω τους λάκκους με χώμα και κατόπιν επιδιορθωτή, ως τη στιγμή που χρειάστηκε να με βγάλουν απ’ τον πάτο, γιατί ο γιατρός έλεγε πως θα ’μενα εκεί κάτω...".
Επικράτησε σιωπή, το μακρινό σφυρί χτυπούσε ρυθμικά μέσα το φρεάτιο, ο άνεμος περνούσε με το παράπονό του, σαν κραυγή πείνας και κούρασης που ερχόταν από τα βάθη της νύχτας. Ο γέρος συνέχισε πιο σιγά, αναμασώντας τις αναμνήσεις του, μπροστά στις φλόγες που αγρίευαν. Α, βέβαια, δεν είναι μόνο από χθες που εκείνος και οι δικοί του χτύπησαν τη φλέβα! Η οικογένεια δούλευε για την Εταιρεία των ανθρακωρύχων του Μοντσού από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος. Πριν από πολύν καιρό, πριν από εκατόν έξι ακριβώς χρόνια. Ο παππούς του, ο Γκιγιόμ Μαέ, ένα δεκαπεντάχρονο, τότε, αγόρι, βρήκε την παχιά φλέβα κάρβουνου στο Ρεκιγιάρ, το πρώτο φρεάτιο της Εταιρείας... Έπειτα ο πατέρας του, ο Νικόλας Μαέ... έμεινε στο Βορέ, που το άνοιγαν εκείνο τον καιρό: μια καθίζηση, όλα καταπλακώθηκαν, τα βράχια ήπιαν το αίμα και καταβρόχθισαν τα κόκαλα. Δύο από τους θείους του, και τα τρία αδέρφια του αργότερα, άφησαν κι αυτοί το πετσί τους εκεί μέσα…
Τι να κάνει άλλωστε; Έπρεπε να δουλέψει. Έτσι έκαναν από πατέρα σε γιο, όπως θα ’καναν και με όποιαν άλλη δουλειά. Ο γιος του, ο Τουσέν Μαέ, ψοφούσε τώρα εκεί, καθώς και τα εγγόνια του κι όλοι οι δικοί του, που ’μεναν αντίκρυ, στο συνοικισμό. Εκατόν έξι χρόνια θανατικό, τα παιδιά μετά τους γέρους, πάντα για το ίδιο αφεντικό...
Μαρκ Τουέιν, Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ, Αμερική, 1876
Ο Μαρκ Τουέιν, από την Αμερική, δίνει μια σατιρική εκδοχή της εργασίας στο μυθιστόρημά του "Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ".
"Το πρωί του Σαββάτου είχε έρθει κι ο κόσμος έλαμπε ολοκαίνουριος μες στο καλοκαίρι που ξεχείλιζε από ζωή (...) Ο Τομ εμφανίστηκε στο πεζοδρόμιο μ' έναν κουβά ασβέστη και μια βούρτσα με μακρύ χέρι. Επιθεώρησε τον φράχτη... όλο του το κέφι εξανεμίστηκε και μια βαθιά μελαγχολία κυρίεψε το πνεύμα του. Τριάντα μέτρα σανιδένιος φράχτης, τρία μέτρα ψηλός! Η ζωή του φάνηκε χωρίς περιεχόμενο και η ύπαρξη ένα φορτίο. Αναστενάζοντας βούτηξε τη βούρτσα και την πέρασε στην πάνω-πάνω σανίδα... επανέλαβε την ίδια δουλειά... την ξανάκανε... σύγκρινε την ασήμαντη ασπρισμένη γραμμή με την απέραντη ήπειρο του άβαφου φράχτη και κάθισε σ' ένα κασόνι αποθαρρημένος".
Αλλά ο Τομ, επιδέξια, θα μεταβάλει την εικόνα. Γιατί, όπως γράφει ο Τουέιν, "να φτιάχνεις τεχνητά λουλούδια είναι δουλειά, ενώ να σκαρφαλώνεις στο Λευκό Όρος είναι διασκέδαση". Μ' άλλα λόγια, τα παιδιά πρέπει να διασκεδάζουν, να παίζουν, να διαβάζουν, χωρίς εξαναγκασμό, χωρίς κανένα οικονομικό όφελος, χωρίς κανένα συμφέρον.