Ο Κάρολος Ντίκενς και η αστική ηθική:Κάποιες σκέψεις διαβάζοντας το μυθιστόρημα "Δύσκολα Χρόνια"
Κυρ, Νοε 21, 2021
Το Στέκι Πολιτισμού και Νεανικής Δημιουργίας της ΚΝΕ στην Αθήνα αναπτύσσει πολύμορφες δραστηριότητες, δείχνοντας έμπρακτα την πρωτοπόρα στάση της ΚΝΕ στον πολιτισμό και συνολικά στη μόρφωση, κόντρα στα πρότυπα που προβάλλει το σύστημα. Σε αυτό το πλαίσιο, από τον περσινό χρόνο, έχει οργανώσει ομάδα ανάγνωσης λογοτεχνίας συμβάλλοντας και με αυτόν τον τρόπο στο να έρθουν περισσότεροι νέοι σε επαφή με το βιβλίο. Στις συναντήσεις της ομάδας αναδεικνύονται όσο το δυνατόν περισσότερες πλευρές για τον κάθε συγγραφέα, την εποχή, την υπόθεση, τους χαρακτήρες.
Παραθέτουμε το κείμενο της Δήμητρας Καββάλου, μέλους της ομάδας ανάγνωσης λογοτεχνίας, με το οποίο παρουσιάζει ορισμένες σκέψεις της για το μυθιστόρημα του Κ. Ντίκενς "Δύσκολα Χρόνια".
Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει τα "Δύσκολα Χρόνια" ως βιομηχανικό μυθιστόρημα;
Υποθέτω πως ένα μυθιστόρημα που γράφεται μετά τον πόλεμο θα χαρακτηριστεί "μεταπολεμικό", ένα άλλο γραμμένο τον Μεσαίωνα, "μεσαιωνικό" και ούτω καθ’ εξής. Αυτό είναι λοιπόν; Ο χρόνος; Φυσικά είναι και αυτό. Τα "Δύσκολα Χρόνια", δημοσιευμένα στα 1854, στην καρδιά της βιομηχανικής επανάστασης, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αλλιώς.
Βέβαια, είναι και το σκηνικό όπου μας μεταφέρει η ιστορία, που το εντάσσει σ’ αυτό το είδος. Το Κόκταουν, μια πόλη πνιγμένη στον καπνό, σκεπασμένη από νέφος αντί για ουρανό, με φριχτή δυσωδία να αναβλύζει απ’ το ποτάμι της, όπου απόβλητα και βαφές παρασύρονται, σπίτια και παράθυρα που τραντάζονται ολημερίς από τους εκκωφαντικούς θορύβους των ατμομηχανών που δεσπόζουν απάνθρωπα αεικίνητες και επιβλητικές. Απ’ την καρδιά της πόλης, το εργοστάσιο, ο καπνός ξεχειλίζει και έρπει πάνω στα κάποτε κόκκινα τούβλα των σπιτιών, στα πανομοιότυπα σοκάκια και στους ανθρώπους – σκλάβους, αναγκασμένους να σηκώνουν στωικά το φορτίο μιας ζωής που τους θέλει ακούραστους και πειθήνιους, σα μηχανές. Κι από την άλλη, οι βιομήχανοι (ο Μπάουντερμπυ) και οι δάσκαλοι (ο Γκράντγκραϊντ) αφομοιωμένοι ίσως περισσότερο απ’ όλους σ’ αυτό το ζοφερό σκηνικό· εκφραστές του και συντηρητές του μέσω των λόγων και της στάσης τους ως άρχουσα τάξη. Ένα μυθιστόρημα με το σκηνικό και τους ήρωες αυτούς, μόνο βιομηχανικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Όμως υπάρχει κι άλλος ένας λόγος...
Τα "Δύσκολα Χρόνια" δεν σταματούν στην περιγραφή. Με τον σαρκασμό, την απεικόνιση του σκηνικού και των ανθρώπων από προσεκτικά διαλεγμένες γωνίες και νύξεις σε συγκεκριμένες καταστάσεις και νομοθεσίες της επικαιρότητας της εποχής του, ο Ντίκενς αποτολμά να πάρει θέση. Ίσως όχι την πιο επαναστατική, όμως μια θέση που ζητά αλλαγή της κατάστασης.
Ο Ντίκενς αυτήν την αλλαγή την οραματίζεται μέσω της μεταρρύθμισης και της συμφιλίωσης των τάξεων. Ένα όραμα που, είτε το βρίσκουμε εφαρμόσιμο είτε όχι, δεν παύει να είναι μία συνειδητοποίηση του πόσο προβληματική είναι η κατάσταση την οποία έχουν γεννήσει η εκβιομηχάνιση και το καπιταλιστικό μοντέλο, ήδη από εκείνη την εποχή. Οπότε, εμμέσως πλην σαφώς, το βιβλίο του είναι στοχευμένο σε μια έστω ηθική συμφιλίωση των τάξεων. Πέρα απ’ το να περιγράφει την εποχή του αυτό το βιβλίο είναι και μια χειρονομία ενεργής συμμετοχής σε αυτήν.
Ακριβώς γι’ αυτό το χαρακτηρίζει μια απλότητα στην περιγραφή χαρακτήρων και μια χαλαρότητα στην πλοκή. Οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι πιο πολύ σύμβολα της τάξης και της κοινωνικής ομάδας που αντιπροσωπεύουν και λιγότερο πραγματικοί χαρακτήρες με σάρκα, οστά, εσωτερική περιπλοκότητα και αληθοφανή λόγο. Αυτό παρόλο που δίνει στον αναγνώστη μια αίσθηση "βιομηχανικού παραμυθιού" εν τέλει κάνει πολύ πιο εύκολο να αναδειχθούν οι σχέσεις των χαρακτήρων με την κοινωνία της εποχής και να προκύψουν προβληματισμοί σχετικά με τις αξίες τους, τις οποίες εκφράζουν τελείως ξεκάθαρα και άμεσα. Ό,τι χάνει σε αληθοφάνεια, το εξισορροπεί με το πόσο πραγματικές είναι οι καταστάσεις και οι ομάδες ανθρώπων που περιγράφει. Έτσι λοιπόν, μέσα από συζητήσεις που προηγήθηκαν στην ομάδα ανάγνωσης λογοτεχνίας του Στεκιού Πολιτισμού και Νεανικής Δημιουργίας της ΚΝΕ, γεννήθηκαν κάποιες σκέψεις σχετικά με την αστική ηθική και πώς αυτή εκφράζεται από τους κύριους ήρωες του βιβλίου.
Για την αστική ηθική, η αξία ενός ανθρώπου καθορίζεται από την οικονομική ή κοινωνική δύναμη που διαθέτει, τις πρακτικές του γνώσεις ή την παραγωγικότητά του ως εργάτης
Ο Γκράντγκραϊντ, ο δάσκαλος της πόλης, "έτοιμος να ζυγίσει και να μετρήσει κάθε ανθρώπινο πακέτο και να σου πει ακριβώς την αξία του" αντιμετωπίζει τα παιδιά και τους ανθρώπους γενικά ως "πλήρεις γεγονότων" ή σαν κενά δοχεία έτοιμα να γεμίσουν με πρακτικές-λογικές γνώσεις, αφού τιθασευτεί όποια φαντασία ή δημιουργικότητα κρύβουν μέσα τους που θα μπορούσε να παρεκκλίνει από την άκαμπτη λογική των "γεγονότων". Βλέπουμε εδώ μία έκφραση της αστικής ηθικής κατά την οποία η παραγωγικότητα είναι αυτή που καθορίζει την αξία του ανθρώπου, με τον τρόπο που θα κρίναμε την αξία μιας μηχανής.
Αυτό δεν είναι τυχαίο φυσικά. Η παραγωγικότητα μεταφράζεται σε εργατική δύναμη και σε χρήμα για τον εκμεταλλευτή της εργασίας αυτής. Όσο πιο πολύ ομοιάζουν οι άνθρωποι με ακούραστες μηχανές, τόσο πιο κοντά στο καπιταλιστικό πρότυπο ανθρώπου φτάνουν. Τόσο πιο χρήσιμοι θεωρούνται στην κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο, επίσης, πρέπει να είναι πειθαρχημένοι και να μην έχουν απορίες. Δεν τους χρειαζόμαστε να σκέφτονται και να δημιουργούν, αλλά να εκτελούν επαναλαμβανόμενες, απλές τεχνικά εργασίες, χωρίς να σηκώνουν κεφάλι (και κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Μέσω του Μπάουντερμπυ, του βιομήχανου-τραπεζίτη, πέρα από την πλήρη υποτίμηση της εργατικής τάξης ως σύνολο και την πεποίθηση πως είναι ηθικά χρεοκοπημένη και ένοχη μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου (το μαστίγιο), βλέπουμε και το «καρότο» του καπιταλισμού. Περηφανεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου για το πώς από την τάξη του λούμπεν αναρριχήθηκε στην τάξη των βιομηχάνων. "Για πολλά χρόνια ήμουνα το πιο συφοριασμένο πλάσμα που μπορούσε να δει κανείς (...) Ξεπέρασα όλα αυτά τα βάσανα χωρίς κανείς να μου δώσει το χέρι του. Αλήτης, έκανα θελήματα, ξανά αλήτης, εργάτης, χαμάλης, υπάλληλος, διευθυντής, μικρομέτοχος, ο Ιωσίας Μπάουντερμπυ του Κόκταουν. Το ξεκίνημα κι η αποκορύφωση.", όπως αναφέρει ο ίδιος.
Αργότερα στο βιβλίο με αφορμή τον Μπίτζερ, μαθητή του Γκράντγκραϊντ, που προσπαθεί να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο ανέλιξης, ο Ντίκενς μας φωτίζει ακόμα πιο πολύ αυτήν την λογική. "Ήταν κι αυτό ένα από τα παραμύθια του Κόκταουν. Ο κάθε καπιταλιστής εκεί, που είχε καταφέρει να κάνει εξήντα χιλιάδες λίρες από έξι πένες, συνέχεια απορούσε γιατί τα εξήντα χιλιάδες χέρια γύρω του δεν μπόρεσαν να κάνουν το καθένα τους εξήντα χιλιάδες λίρες ξεκινώντας από έξι πένες, και λίγο πολύ τους κατηγορούσε, επειδή δεν κατάφεραν αυτό το μικρό κατόρθωμα. Ό,τι κατάφερα εγώ μπορείς κι εσύ να το καταφέρεις. Γιατί δεν προσπαθείς;".
Προβάλλοντας κάποια παραδείγματα κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης, καλλιεργεί ένα μύθο κοινωνικής κινητικότητας. Ένα μύθο ότι ο καθένας, αν είναι αρκετά ικανός, αποφασιστικός και λογικός, μπορεί να ανέβει στην μεγαλοαστική τάξη. Αυτόματα σε αυτόν τον μύθο ελλοχεύει και η κατηγορία "εσύ φταις για την κατάστασή σου" χωρίς να εκτοξεύεται, αλλά έρποντας και βγαίνοντας από τα ευκόλως, αν και όχι τόσο εμμέσως, εννοούμενα.
Όσο ο Μπάουντερμπυ περηφανεύεται ως δήθεν αυτοδημιούργητος, ταυτόχρονα προβάλλοντας τον εαυτό του ως παράδειγμα, αντιμετωπίζει τους εργάτες ως ανίκανους που ζητάνε «προνόμια» που δεν δικαιούνται. Αν θέλουν να μην ζουν σε άθλιες συνθήκες, πρέπει να ανελιχθούν με τον ίδιο τρόπο που έκανε ο ίδιος και αν έχουν αξιώσεις για βελτίωση της τωρινής τους κατάστασης, τους θεωρεί παράλογους και θρασείς, ή όπως πολύ πιο χαριτωμένα το θέτει κι ο ίδιος "Περιμένουν ν’ ανέβουν σ’ ένα αμάξι με έξι άλογα και να τρώνε χελωνόσουπα και ζαρκάδι με χρυσά κουτάλια".
Πάνω απ’ όλα με αυτήν την ηθική του εξύψωση, ως ο αποφασιστικός, ικανός, αυτοδημιούργητος άνθρωπος, φέρνει στον αντίποδα τους εργάτες ως κατώτερους ηθικά και πνευματικά. Προβάλλει πως φταίνε οι ίδιοι που δεν είναι αρκετά άξιοι για να αποκτήσουν δικαιώματα και "στάτους", και όχι η άνιση οργάνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Έτσι τελικά, με αυτό το οξύμωρο σχήμα που παραγνωρίζει τις άθλιες συνθήκες ζωής των εργατών και την έλλειψη ευκαιριών, καταφέρνει μέσα από ένα λογικοφανή, αλλά στην ουσία βαθιά προβληματικό, τρόπο σκέψης να καταλήξει στο παράλογο. Την οικονομική ανισότητα την ανάγει σε ανισότητα ικανοτήτων και ποιότητας χαρακτήρα. Το κοινωνικό το ανάγει σε προσωπικό. Την αδικία σε αξιοκρατία.
Αξίζει να παρατηρήσουμε επίσης, πως, ενώ με αυτόν τον συλλογισμό του ο Μπάουντερμπυ καταλήγει σ’ ένα επιθυμητό γι’ αυτόν συμπέρασμα αντιμετωπίζοντας τις τάξεις ως άτομα και όχι ως μέλη μιας αδικημένης ομάδας, όσον αφορά την αξία ενός ανθρώπου, η οποία καθορίζεται από την παραγωγικότητά του, βλέπουμε το προσωπικό συμφέρον των βιομηχάνων να ανάγεται σε κοινωνικό. Θεωρείται χρήσιμος στην κοινωνία ο άνθρωπος που είναι ακούραστος και ατέρμονα παραγωγικός, ενώ στην πραγματικότητα η κοινωνία, στο μεγαλύτερο μέρος της, υποφέρει από αυτούς τους απάνθρωπους ρυθμούς αντί να επωφελείται. Σ’ αυτό το κομμάτι της αστικής ηθικής βλέπουμε μια διανοητική "κωλοτούμπα". Οι ανάγκες της τάξης των βιομηχάνων ανάγονται σε άκρως απαραίτητες για όλη τη κοινωνία, ενώ οι ανάγκες της εργατικής τάξης, η οποία μάλιστα υπερτερεί και αριθμητικά, σε προσωπικές και άρα ποταπές αξιώσεις.
Έτσι, η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας καταφέρνει να παγιώνεται όχι μόνο εξωτερικά, με τη βία που ασκεί στις κατώτερες τάξεις, αλλά και ηθικά, εσωτερικά, μέσα στις συνειδήσεις όλων μας, από την εποχή του Ντίκενς μέχρι και σήμερα.