Ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία:Μία "ακτινογραφία" ενός σημαντικού πολιτικού γεγονότος του φθινοπώρου
Παρ, Ιουλ 30, 2021
Στις 26 Σεπτέμβρη είναι προγραμματισμένες να πραγματοποιηθούν οι ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία. Όπως είναι λογικό, οι εκλογές στην ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία της ΕΕ δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο. Πόσο μάλλον όταν έρχονται σε περίοδο καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, με τους ανταγωνισμούς για το οικονομικό μείγμα διαχείρισης, τις ενεργειακές πηγές και τους δρόμους μεταφοράς, τις σχέσεις με τους διάφορους εταίρους/ανταγωνιστές (βλ. ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα), αλλά και την ίδια την πορεία της ΕΕ, να βρίσκονται σε πρώτο πλάνο.
Τέλος εποχής για την Α. Μέρκελ
Στις συγκεκριμένες εκλογές, οι πολίτες όλων των γερμανικών κρατιδίων ψηφίζουν την ίδια μέρα για να εκλέξουν τα μέλη της Ομοσπονδιακής Βουλής (Bundestag), που στη συνέχεια εκλέγει τον Καγκελάριο, αξίωμα αντίστοιχο με αυτό του Πρωθυπουργού. Αναμφισβήτητα το στοιχείο που ξεχωρίζει είναι η αποχώρηση, μετά από 4 συνεχείς θητείες και 16 χρόνια στην καγκελαρία, της Άγγελας Μέρκελ, η οποία δεν είναι εκ νέου υποψήφια. Πρόκειται για την πρώτη γυναίκα που έκατσε σε αυτή την καρέκλα και σίγουρα θα τη θυμόμαστε για τον ρόλο της στην εφαρμογή της βάρβαρης πολιτικής των μνημονίων κατά την περίοδο της προηγούμενης καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα.
Τα κόμματα και οι υποψήφιοι
Η αστική τάξη της Γερμανίας έχει στη διάθεσή της αρκετές εναλλακτικές. Όλα τα κόμματα που έχουν ορίσει υποψήφιους Καγκελάριους «ορκίζονται» πίστη στον καπιταλισμό και τις βασικές επιλογές του κεφαλαίου, ενώ δεν λείπουν και οι «ιδιαίτερες συμπάθειες» κομμάτων με τμήματα των καπιταλιστών.
Υποψήφιος του συνασπισμού του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), με το αδερφό του κόμμα της Βαυαρίας (CSU) είναι ο 60χρονος Άρμιν Λάσετ, σημερινός πρωθυπουργός του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Πρόκειται για το κόμμα της Μέρκελ, το κλασικό κόμμα του κεφαλαίου στη Γερμανία, που έχει κυβερνήσει για τα περισσότερα χρόνια, ενώ προηγείται σήμερα στις δημοσκοπήσεις. Προσπαθεί να ξεπεράσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο να ικανοποιήσει ευρύτερα τμήματα της αστικής τάξης, τη στιγμή που τον ανταγωνίζονται και άλλες πολιτικές δυνάμεις στην υπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών προτάσσει την ψηφιοποίηση και την «οικονομία του υδρογόνου», την ενίσχυση της χημικής βιομηχανίας και φαρμακοβιομηχανίας και τονίζει την ανάγκη «επαναρρύθμισης της σχέσης μεταξύ κράτους, οικονομίας και οικολογίας».
Υποψήφιος του σοσιαλδημοκρατικού SPD είναι ο σημερινός Αντικαγκελάριος και Υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σόλτζ. Το SPD στον τομέα της οικονομίας προσανατολίζεται στη λεγόμενη καθαρή ενέργεια, στις εξαγωγές «οικολογικών τεχνολογιών», στις ψηφιακές υποδομές και τα συγκοινωνιακά δίκτυα. Στο κεφάλαιο υπόσχεται τη στήριξη μέσα από κρατικά -χρηματοπιστωτικά αλλά και επενδυτικά - εργαλεία. Στηρίζει ολόπλευρα τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, αλλά διατυπώνει και διακριτές απαιτήσεις της γερμανικής αστικής τάξης, όπως μια πιο σθεναρή στάση απέναντι στις ΗΠΑ, χωρίς να θίγεται η εταιρική σχέση και διατήρηση των διαύλων επικοινωνίας και οικονομικής συνεργασίας με την Κίνα και τη Ρωσία.
Έχει να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια που έχουν προκαλέσει στα εργατικά - λαϊκά στρώματα -από τα οποία διαχρονικά αντλούσε εκλογική δύναμη- οι συνέπειες της πολιτικής που εφάρμοσε, είτε την περίοδο διακυβέρνησης του Γκέρχαρντ Σρέντερ (1998-2005), είτε συμμετέχοντας σε 3 από τις 4 θητείες της Μέρκελ, στο πλαίσιο του «μεγάλου συνασπισμού». Στις δημοσκοπήσεις συγκεντρώνει ποσοστά γύρω στο 15%, όταν στις εκλογές του 1998 είχε συγκεντρώσει 43,8%.
Το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) εστιάζει σε ζητήματα που προωθούν συγκεκριμένοι εθνικιστικοί κύκλοι της αστικής τάξης και που βρίσκουν απήχηση κυρίως σε φτωχά λαϊκά και μικροαστικά στρώματα, κυρίως σε σχέση με τη μετανάστευση, το άσυλο, την εγκληματικότητα, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Απορρίπτει το «Green New Deal» χαρακτηρίζοντας το «σχεδιασμένη οικονομία» και τάσσεται υπέρ της διατήρησης των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα. Στηρίζει τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία που χρησιμοποιεί κινητήρες εσωτερικής καύσης, καθώς και τις αερομεταφορές και απαιτεί τον άμεσο τερματισμό της «μονόπλευρης πριμοδότησης της ηλεκτροκίνησης». Τάσσεται υπέρ της ολοκλήρωσης και διεύρυνσης του αγωγού «NordStream 2» για μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου.
Με το σύνθημα της «κοινωνικής δικαιοσύνης» το κόμμα «Η Αριστερά» (Die Linke), αδερφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, σερβίρει το παραμύθι του φιλολαϊκού καπιταλισμού και καλλιεργεί σε σοβαρό κομμάτι εργαζομένων, ιδιαίτερα στα κρατίδια που βρίσκονται στο έδαφος της πρώην ΓΛΔ, αυταπάτες για τη ρεαλιστικότητα ενός νέου μοντέλου ευημερίας μέσα από ένα «αριστερό Green New Deal».
Θεωρεί αδιέξοδη την εξάρτηση της βιομηχανίας στη Γερμανία από την αυτοκινητοβιομηχανία και ζητάει την αποδέσμευσή της από τις εξαγωγές αυτοκινήτων, όπλων κλπ. Δίνει προτεραιότητα στην κατασκευή ηλεκτροκίνητων μέσων μεταφοράς και απαιτεί την εγκατάλειψη του άνθρακα ως το 2030. Στον τομέα των διεθνών σχέσεων η «Linke» ζητάει τη «διάλυση του ΝΑΤΟ» -ένα κενό περιεχομένου αίτημα που διατύπωνε κάποτε και ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν γίνει σημαιοφόρος του- και την αντικατάσταση του από ένα συλλογικό σύστημα ασφάλειας, με τη συμμετοχή της Ρωσίας.
Το παζλ των υποψηφιοτήτων συμπληρώνει το «Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα» (FDP), που τοποθετείται πολιτικά μεταξύ του CDU και του SPD και έχει χρησιμεύσει αρκετές φορές ως συμπλήρωμα σε κυβερνήσεις και των δύο.
Οι εκλεκτοί των "πράσινων" (και όχι μόνο…) μονοπωλίων θα "αλλάξουν την ΕΕ";
Οι «Πράσινοι», με υποψήφια την Αναλένα Μπέρμποκ, αναμένεται να είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι των εκλογών, ενώ για λίγες μέρες βρέθηκαν μέχρι και να προπορεύονται στις δημοσκοπήσεις.
Δυνάμεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας δεν έχασαν, όπως ήταν αναμενόμενο, την ευκαιρία να προβάλουν την πιθανότητα εκλογής «Πράσινου» Καγκελάριου ως την… καινούρια ελπίδα για μια αλλαγή της ΕΕ προς το καλύτερο, σε συνέχεια της υποτιθέμενης «προοδευτικής αλλαγής» που έχει συντελεστεί στις ΗΠΑ με την εκλογή Μπάιντεν. Μέσα στον Μάιο, μάλιστα, οι ευρωκοινοβουλευτικές ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και των Πρασίνων της Γερμανίας, παρόλο που ανήκουν σε διαφορετικές «ευρωομάδες» διοργάνωσαν κοινή διαδικτυακή εκδήλωση με τίτλο «Πώς θα επιτύχουμε μια κοινωνική και δίκαιη Ευρώπη; Μια ελληνο-γερμανική οπτική». Εκεί, από τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαδημούλη επισημάνθηκε ότι «συζητήσεις σαν τη σημερινή, μπορούν να δώσουν και μια προοπτική για ευρύτερες δυνατές συνεργασίες και συμμαχίες».
Ποιοι είναι, όμως, οι «Πράσινοι» της Γερμανίας;
Παρόλο που υπάρχουν ως πολιτική δύναμη εδώ και δεκαετίες, σήμερα απολαμβάνουν τη στήριξη όλο και μεγαλύτερων μερίδων του κεφαλαίου που προσανατολίζονται στη λεγόμενη «πράσινη οικονομία». Ιδιαίτερη στήριξη έχουν από μονοπώλια που εστιάζουν στην ηλεκτροκίνηση, τη βιομηχανία παραγωγής ημιαγωγών, την ανακύκλωση και την ψηφιοποίηση, και ζητάνε περισσότερες διευκολύνσεις στην κερδοφορία τους.
Στο παραπάνω πλαίσιο εκμεταλλεύονται και τις ευαισθησίες εργαζομένων και νέων για την προστασία του περιβάλλοντος, όμως δεν παραλείπουν να κρατούν «ζεστές» τις σχέσεις τους και με άλλα, λιγότερο… «οικολογικά» τμήματα του κεφαλαίου. Ενδεικτικά:
Ο Τζο Κέσερ, πρώην πρόεδρος του ΔΣ της «Siemens Energy», δήλωσε τη στήριξή του στην υποψήφια των «Πρασίνων». Σημείωσε ότι τη βρίσκει «καλή γνώστρια» των αναγκών της χημικής βιομηχανίας και των βιομηχανιών του μετάλλου και της ενέργειας και ότι μπορεί να εκπροσωπήσει την γερμανική οικονομία στην εξωτερική αγορά.
Η Κερστίν Αντρέ, στέλεχος του κόμματος, έχει εκλεγεί από το 2019 διευθύνων σύμβουλος της BDEW, της Γερμανικής Ένωσης Εταιρειών Παροχής Ενέργειας.
Σχεδόν το 50% της προεκλογικής δραστηριότητας του κόμματος αποτελούν επισκέψεις σε εταιρείες. Σε δημοσιεύματα αναφέρονται πολλές συνομιλίες εκπροσώπων των βιομηχανικών λόμπι με στελέχη των «Πρασίνων», έτσι ώστε οι πρώτοι να καταθέσουν τους προβληματισμούς τους για τους περιορισμούς στις εκπομπές ρύπων και άλλα ζητήματα. Οι ίδιοι υποψήφιοι των«Πρασίνων» μιλούν για το τέλος μιας «παλιάς εχθρότητας» μεταξύ χημικής βιομηχανίας και του κόμματος…
Προτάσσουν την ανάγκη για δημόσιες επενδύσεις με παραπέρα ενσωμάτωση της εργατικής τάξης, αλλά και ένταση της εκμετάλλευσης, όπως αναδεικνύουν οι θέσεις τους για ενίσχυση του ρόλου των «κοινωνικών εταίρων» και «πολυμορφία στη διαμόρφωση του χρόνου εργασίας» (βλ. διευθέτηση).
Στηρίζουν τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, θεωρώντας τους «απαραίτητους παράγοντες για την εγγύηση της ασφάλειας της Ευρώπης». Άλλωστε ήταν ο Γιόσκα Φίσερ, τότε ηγέτης των «Πρασίνων», που από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Σρέντερ, συνέβαλε ενεργά στο αιματοκύλισμα των βαλκανικών λαών, στην αλλαγή των συνόρων, τη ΝΑΤΟική στρατιωτική κατοχή των Βαλκανίων, τη δημιουργία ευρωΝΑΤΟικών προτεκτοράτων.
Τα παραπάνω μάλλον αρκούν για να γίνει σαφές ότι οι καινούριες αυταπάτες που καλλιεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ στον ελληνικό λαό, δεν πρόκειται να έχουν καλύτερη κατάληξη από τον περιβόητο «αέρα αλλαγής» που έφερνε, υποτίθεται, για την ΕΕ η εκλογή του Φ. Ολάντ στη Γαλλία, για να καταλήξουν οι ίδιοι λίγο αργότερα να τον αποκαλούν ειρωνικά «Ολαντρέου»…
Αλλάζει τελικά η ΕΕ;
Η ΕΕ δεν ήταν ποτέ κάτι άλλο από αυτό που είναι σήμερα, ούτε θα γίνει κάτι άλλο, όποια αστική κυβέρνηση και να αναδειχθεί στη Γερμανία και τις άλλες χώρες. Τα πρώτα της βήματα σαν συμμαχία των μονοπωλίων της Ευρώπης τα έκανε μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχοντας σαν κύριο αντίπαλο την ΕΣΣΔ και τις σοσιαλιστικές χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Μετεξελίχθηκε σε ΕΟΚ και αργότερα σε ΕΕ με το «μνημόνιο των μνημονίων», τη συνθήκη του Μάαστριχτ, που ψηφίστηκε στην Ελλάδα (το μακρινό 1992) από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και τον πρόδρομο του ΣΥΡΙΖΑ, τον «Συνασπισμό». Μόνο το ΚΚΕ την καταψήφισε.
«Ιδρυτικές της αξίες» ήταν η αύξηση των κερδών του κεφαλαίου και η υπεράσπιση της εξουσίας του σε κάθε χώρα, η θωράκιση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στον ανταγωνισμό τους με τα μονοπώλια άλλων κρατών, η κατάργηση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η καταστολή, ο αντικομμουνισμός. Γι΄ αυτό και το ΚΚΕ, αλλά και όποιος ήθελε να λέγεται αγωνιστής την αποκαλούσε από την ίδρυσή της «λάκκο των λεόντων». Τα περίπου 100 εκατομμύρια των Ευρωπαίων που ζουν στα όρια της φτώχειας, τα 15 εκατομμύρια που είναι άνεργοι, οι πνιγμένοι πρόσφυγες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων αντικατοπτρίζουν πιστά τις «αξίες» της ΕΕ.
Το πρόταγμα «να αλλάξουμε την ΕΕ» είναι τόσο παλιό όσο και η ίδια η ΕΕ. Όμως η ΕΕ αλλάζει συνεχώς προς το χειρότερο, γιατί μόνο προς το χειρότερο αλλάζει ο καπιταλισμός. Γίνεται περισσότερο αντιλαϊκή, εχθρική για τα δικαιώματα της νέας γενιάς. Το να προσπαθούμε να «βελτιώσουμε την ΕΕ» δεν είναι «πιο ρεαλιστικό», όπως λένε διάφοροι «φωστήρες», είναι απλά χάσιμο χρόνου.