Ο στόχος της "προοδευτικής διακυβέρνησης" και η λογική του "μικρότερου κακού", 40 χρόνια μετά…

Δευ, Οκτ 18, 2021
Thumb_Politiki_Epistrefontai

«Στόχος και στοίχημα δικό μας, να μετατρέψουμε τη λαϊκή οργή σε θετική δύναμη αλλαγής. Γιατί νέα αρχή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κοινωνία όρθια, ώριμη και αποφασισμένη να μπει μπροστά για να αλλάξει τα πράγματα. Δεν αρκεί μόνο η οργή».

Η παραπάνω φράση από την πρόσφατη ομιλία του Αλ. Τσίπρα στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης συμπυκνώνει πολύ πετυχημένα την επι­δίωξη του ΣΥΡΙΖΑ να εκμεταλλευθεί τη δίκαιη αγανάκτηση που έχει προκαλέσει σε σημαντικό τμήμα του λαού και ιδιαίτερα της νεολαίας η πολιτική της ΝΔ, για να προβάλει ξανά τον μύθο της προοδευτικής διακυβέρνησης απέναντι στον «ακραίο νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ».

Το έδαφος που, σε ένα βαθμό, διαμορφώνεται από τη «φθορά» της ΝΔ, μετά από σχεδόν δύο χρόνια εγκληματικής διαχείρισης της πανδημί­ας με τεράστιες συνέπειες για τον λαό, δίνει σήμερα ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ για να το κάνει αυτό. Βέβαια, σήμερα δεν είμαστε ούτε στο 2012, ούτε στο 2015. Ακόμα και οι νεότερες ηλικίες έχουν πείρα, την οποία, μαζί με την παλιότερη που υπάρχει, μπορούν να αξιοποιήσουν.

Τα «σύννεφα» της σοσιαλδημοκρατίας

Ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί επίσης την τάση που διαφαίνεται διεθνώς για ενίσχυση των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας. Τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η νίκη του πιο αμαρτωλού κόμματος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, του SPD, στις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές. Αυτή η τάση δεν είναι άσχετη με την επιλογή του κεφαλαίου, τουλάχιστον σε ΕΕ και ΗΠΑ, για στροφή στην «πράσινη ανάπτυξη», επιλογή που συνοδεύεται με μεγαλύτερη κρατική παρέμβα­ση, με πιο επεκτατικό μείγμα οικονομικής διαχείρισης σε σχέση με το παρελθόν.

Οι μεγαλοστομίες του ΣΥΡΙΖΑ για την «Ευρώπη και τον κόσμο που αλλάζει» έχουν ακουστεί πολλές φορές στο παρελθόν και άλλες τόσες έχουν αποδειχθεί κενό γράμ­μα. Ενδεικτικά, η εκλογή Ομπάμα στις ΗΠΑ το 2009 δημιουργούσε σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο της «Αυγής» της επόμενης μέρας «προσδοκίες για να σταματήσουν οι πόλεμοι και να μην πληρώσουν οι φτωχοί την οικονομική κρίση». Τίποτα από τα δύο δεν έγινε… Η εκλογή του Φρ. Ολάντ στη γαλλική προεδρία το 2012 χαρακτηρίζονταν από τον ΣΥΡΙΖΑ ως «άνεμος αλλαγής στην Ευρώπη», για να φτάσουν να τον αποκα­λούν αργότερα ειρωνικά «Ολαντρέου». Οι πρόσφατοι πανηγυρισμοί για τη νίκη των «Δημοκρατικών» των ΗΠΑ και τα «καν’ το όπως ο Μπάιντεν», έγιναν αφωνία μπρο­στά στα κελιά για ανήλικους μετανάστες στα σύνορα με το Μεξικό και τους νεκρούς αμάχους από τους βομβαρδισμούς των ΗΠΑ στη Συρία.

Όσοι σήμερα καλλιεργούν προσδοκίες για τη νίκη του SPD στη Γερμανία, θα ψάχνουν σύντομα σύννεφο για να πέσουν…

Περί εκβιασμών

Με δεδομένο το γεγονός ότι οι επόμενες εκλογές, τις οποίες πολλοί τοποθετούν εντός του 2022, θα διεξαχθούν χωρίς «μπόνους» εδρών στο πρώτο κόμμα, το δίλημμα που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι: «Νίκη έστω με μία ψήφο διαφορά και προοδευτική κυβέρνηση την επόμενη μέρα ή νέες εκλογές, εκλογικές περιπέτειες και εκβιασμοί»;

Βέβαια, οι εκβιασμοί προς το λαό είναι στη φύση των αστικών κομμάτων και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί εξαίρεση. «Πρέπει πάση θυσία να μείνουμε στο ευρώ και την ΕΕ αλλιώς θα πεινάσουμε», «αν δεν αλλάξουν πρώτα τα πράγματα σε όλη την Ευρώπη δεν μπορεί να γίνει τίποτα», «καλοί οι αγώνες σας, αλλά μόνο με την ψήφο λύνονται τα προβλήμα­τα», «αν δεν στείλουμε τα F-16 να κάνουν περιπολίες στα Βαλκάνια, θα στείλουν οι Τούρ­κοι τα δικά τους», είναι μόνο μερικοί από όσους έχει χρησιμοποιήσει κατά καιρούς…

Ο εκβιασμός που ασκεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά τις επερχόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν, είναι ότι η μη στήριξη στον ίδιο ισοδυναμεί με στήριξη στη ΝΔ και τον Μητσοτάκη, ότι τους διευκολύνει να παραμείνουν στην εξουσία. Πρόκειται για το κλασικό επιχείρημα της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και διεθνώς, το οποίο στο παρελθόν χρησιμοποιούσε κατά κόρον το ΠΑΣΟΚ, μιλώντας για «χαμένη ψήφο» στο ΚΚΕ, αλλά και -τραγική ειρωνεία- στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, όταν ο τελευταίος ήταν ένα μικρό οπορτουνιστικό κόμμα. Δεν είναι λίγες οι φορές που μεγάλα τμήματα του λαού με καλές προθέσεις, ακόμα και με συμμετοχή στους αγώνες, έπεσαν σε αυτή τη «φάκα», στη λογική ότι «τώρα προέχει να φύγει η δεξιά και μετά βλέπουμε…».

Όλο τη «διώχνουμε» και όλο επιστρέφει…

Και όντως ο λαός την έδιωξε τη «δεξιά» όχι μία και δύο, αλλά τέσσερις φορές από τη «Μεταπολίτευση» μέχρι σή­μερα. Η πρώτη ήταν πριν από ακριβώς 40 χρόνια, στις 18 Οκτωβρίου του 1981, όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές οικειοποιούμενο, μάλιστα, ορισμένα συνθήματα του ΚΚΕ και του εργατικού-λαϊκού κινήμα­τος όπως «έξω οι βάσεις», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συν­δικάτο», «εθνικοποίηση επιχειρήσεων» κλπ. Με αυτά κατάφερε να καλλιεργήσει ελπίδες και να ενσωματώσει χιλιάδες αγωνιστές, λαϊκούς ανθρώπους, νέους.

Η διάψευση αυτών των ελπίδων που ήρθε σε μια πο­ρεία, συνέβαλε στο να επιστρέψει στη διακυβέρνηση η ΝΔ. Το 1993 ΠΑΣΟΚ κέρδισε πάλι τις εκλογές και η «δεξιά» έφυγε ξανά, μόνο για να ξαναγυρίσει το 2004. Το 2009, με τη διεθνή καπιταλιστική κρίση να έχει ξεσπάσει και να ετοιμάζεται να εκδηλωθεί και στη χώρα μας, αλλά και των όσων ακολούθησαν μετά τη δολοφονία του Αλέξη από τον Κορκονέα (που πλέον ειναι επίτροπος σε εκ­κλησία!), η ΝΔ του Κ. Καραμανλή ηττήθηκε για τρίτη φορά από το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου. Ακολούθησε το πρώτο μνημόνιο και τα βάρβαρα αντιλαϊκά μέτρα, η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ και το δεύτερο μνη­μόνιο, για να έρθουν οι εκλογές του 2012 στις οποίες η ΝΔ ήρθε πάλι πρώτη και σχημάτισε κυβέρνηση μαζί με ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και πρωθυπουργό τον Α. Σαμαρά.

Η πολιτική που άσκησε το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και η συνεργασία του τελικά με τον άλλοτε «μισητό αντίπαλο» όταν αυτό απαίτησαν τα συμ­φέροντα του κεφαλαίου, οδήγησε στη μεγάλη απαξίωσή του στα μάτια του λαού. Η ανάγκη του συστήματος για αναμόρφωση των μηχανισμών ενσωμάτωσης οδήγησε εκείνη την περίοδο στην οργανωμένη μετακίνηση στελε­χών και μηχανισμών του ΠΑΣΟΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, που προοριζόταν να αποτελέσει εκείνος πλέον τον σοσιαλδη­μοκρατικό πυλώνα του αστικού πολιτικού συστήματος.

Ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, που «έδιωξε τη δεξιά» για τέ­ταρτη φορά το 2015, αξιοποιώντας και τις οπορτουνιστικές ρίζες του για να καλλιεργήσει ελπίδες για «δικαίωση των αγώνων και των οραμάτων της αριστεράς». Την κατάθε­ση στεφανιού από τον Αλ. Τσίπρα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής τη μέρα της ορκωμοσίας του, ακολούθησε η «περήφανη διαπραγμάτευση» για λογαριασμό της αστι­κής τάξης, το δημοψήφισμα-απάτη και το τρίτο βάρβαρο μνημόνιο που ψήφισε μαζί με τη ΝΔ, τις προβλέψεις του οποίου εφάρμοζε στην υπόλοιπη κυβερνητική του θητεία.

Τον Ιούλιο του 2019 η σκυτάλη πέρασε ξανά στη ΝΔ που πλέον μπορούσε να επικαλείται τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ για να εμφανίζεται δικαιωμένη ως προς το ότι «δεν υπήρχε και δεν υπάρχει άλλος δρόμος» και αύξησε το εκλογικό της ποσοστό κατά σχεδόν 11%!

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Φυσικά με τα παραπάνω δεν φιλοδοξούμε να κάνουμε αποτίμηση των τελευταίων 40 χρόνων, ούτε και μπορούν αυτά να συνοψιστούν απλά σαν μια πορεία από τη μία εκλογική μάχη στην άλλη και με τις αλλαγές σκυτάλης στην αστική διακυβέρ­νηση. Είναι, επίσης, προφανές ότι το 1981 διαφέρει σε πολλά από το 2021.

Θέλουμε, όμως, να δείξουμε ότι η λογική του «μικρότερου κακού» είναι πολλές φορές δοκιμασμένη και έχει πάντα αποτύχει. Κάθε φορά οι ελπίδες μετατρέπονται σε απογοήτευση, οι αγώνες οπισθοχωρούν και ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για το μεγαλύτερο κακό. Αυτό συμβαίνει γιατί το σημερινό κράτος δεν είναι ένα ουδέτερο πεδίο ο χαρακτήρας του οποίου καθορίζεται από το κόμμα το οποίο βρίσκεται στη διακυβέρνηση. Είναι το κράτος της αστικής τάξης, που, μέσω των διάφορων θεσμών και λειτουργιών του, εξασφαλίζει την εξουσία της και προωθεί τα γενικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις της. Αυτά τα στοιχεία είναι σταθερά και δεν αλλάζουν όταν αλλάζει το κυβερνητικό κόμμα. Γι’ αυτό ακούμε πολλές φορές αστούς πολιτικούς και δημοσιογράφους να λένε ότι «το κράτος έχει συνέχεια».

Ας δούμε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει σήμερα: πολλά από όσα υλοποιεί η κυβέρνηση της ΝΔ, είχαν προετοιμαστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Η παράδοση του Ελληνικού στα επιχειρηματικά συμφέροντα, η παραπέρα απελευ­θέρωση της αγοράς ενέργειας, η παράδοση του λιμανιού του Πειραιά στην COSCO, τα δισεκατομμύρια για τις γαλλικές φρεγάτες είναι τέτοια παραδείγματα. Αυτό οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ είτε να τα υπερψηφίζει, είτε να ψάχνει δευτερεύοντα και τρι­τεύοντα σημεία για να διαφοροποιηθεί, πολλές φορές με γελοία αποτελέσματα…

Η αντίφαση που καλείται να διαχειριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ

ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ίδια κόμματα, όμως συμφωνούν και συμπλέ­ουν στις βασικές κατευθύνσεις και επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης. Τέτοιες είναι η συμμετοχή στην ΕΕ, η ανάληψη ρόλου «σημαιοφόρου» του ΝΑΤΟ στην περιοχή προκειμένου να πετύχει τη γεωστρατηγική της αναβάθμιση, η στροφή στην «πράσινη ανάπτυξη» ως κερδοφόρα διέξοδο για τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια, η αύ­ξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων, με έμφαση στο χτύπημα του εργάσιμου χρόνου μέσω της διευθέτησης κ.ά.

Αυτή η σύμπλευση δημιουργεί μια αντίφαση την οποία ο ΣΥ­ΡΙΖΑ καλείται να διαχειριστεί: από τη μία πρέπει να πείσει το κεφάλαιο ότι είναι πιο κατάλληλος από τη ΝΔ για να προωθήσει τα παραπάνω, διαφημίζοντας την ικανότητα που έχει η σοσιαλ­δημοκρατία να εξασφαλίζει «κοινωνική ειρήνη». Από την άλλη, θέλει να «καρπωθεί» τη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στη ΝΔ, να «καβαλήσει» τους αγώνες που αναπτύσσονται με την πρωτοπόρα παρέμβαση των κομμουνιστών και πολλών ακόμα αγωνιστών.

Έτσι, τον είδαμε τον περασμένο Ιούνιο να χαιρετίζει τις μεγαλει­ώδεις απεργιακές συγκεντρώσεις ενάντια στον νόμο Χατζηδάκη -αφού πρώτα τις είχε υπονομεύσει με κάθε τρόπο- και ταυτόχρο­να μέσα στη Βουλή να υπερψηφίζει πάνω από τα μισά άρθρα του. Τον βλέπουμε από τη μία να μιλάει για τη «χειρότερη κυβέρ­νηση που έχει περάσει από τη χώρα» και ταυτόχρονα να κάνει κάθε τόσο προτάσεις για υπουργούς κοινής αποδοχής, κάτι που «στο τσακ» δεν υλοποιήθηκε στον πρόσφατο ανασχηματισμό.

Τη δεύτερη φορά θα είναι αλλιώς;

Δεν είναι εύκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να αμφισβη­τήσει το γεγονός ότι ως κυβέρνηση ψήφισε και εφάρμοσε αντιλαϊκά μέτρα. Απαντά, όμως, ότι αναγκάστηκε να προχωρήσει σε έναν «συμβιβα­σμό» προκειμένου να «βγει η χώρα από τα μνη­μόνια» και ότι «τη δεύτερη φορά θα είναι αλ­λιώς», αφού πλέον έχει «διδαχθεί από τα λάθη» του και θα είναι «ελεύθερος να υλοποιήσει το πρόγραμμά του». Αυτό ακριβώς είναι, όμως, το πρόβλημα για τον λαό και τη νεολαία…

Όσα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση δεν έγιναν «κατά λάθος», ούτε ήταν αποτέλεσμα «συμβιβα­σμού» ή «κωλοτούμπας», όπως λένε δυνάμεις σαν το ΜΕΡΑ25 και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντίθετα, ανέλαβε τη διακυβέρνηση σε μια φάση που το κλασι­κό κόμμα του κεφαλαίου, η ΝΔ, τα είχε βρει «σκούρα», προκειμένου να κάνει τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό της αστικής τάξης, και αυτό ακριβώς έκανε. Το ίδιο θα γίνει και τη «δεύ­τερη φορά», αν υπάρξει. Άλλωστε, το πρόγραμμα της επόμενης κυβέρνησης είναι δεδομένο, όποια και αν είναι αυτή. Το «μνημόνιο των μνημονί­ων» είναι η στρατηγική της ΕΕ, είναι τα αντιλαϊκά προαπαιτούμενα για να φτάσουν στους επιχει­ρηματικούς ομίλους τα χρήματα από το «ταμείο ανάκαμψης», με το οποίο όλα τα αστικά κόμματα συμφωνούν. Κι εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναλάβει να παί­ξει έναν ακόμα βρώμικο ρόλο για λογαριασμό του συστήματος: να πείσει τον λαό και τη νεολαία ότι με μικρές και εφικτές «παρεμβάσεις» (ιδιωτικοποι­ήσεις αλλά με το «μάνατζμεντ» στο δημόσιο, διευ­θέτηση του χρόνου εργασίας αλλά με συλλογική σύμβαση, υπέρογκοι εξοπλισμοί και βάσεις αλλά με περισσότερα «ανταλλάγματα» κλπ) μπορεί να υπάρξει «δίκαιη» καπιταλιστική ανάπτυξη.

Πλέον έχουν δοκιμαστεί τα πάντα: κυβερνή­σεις μονοκομματικές και συνεργασίας, κυβερνή­σεις «τεχνοκρατών», κυβερνήσεις «αριστερές», «κεντρώες» και «δεξιές». Όποτε ο λαός και η νεολαία στήριξαν τις ελπίδες τους σε κυβερ­νητικές λύσεις «από τα πάνω» γεύτηκαν μόνο απογοήτευση και έχασαν πολύτιμο χρόνο. Όπο­τε δοκίμασαν τη δύναμή τους, όποτε πάλεψαν οργανωμένα για τα δικά τους συμφέροντα, είδαν ότι μπορούν να πετύχουν πολλά. Πρόσφατο πα­ράδειγμα ο νικηφόρος αγώνας των εργαζομένων της «e-food». Η αξιοποίηση αυτής της δύναμης σε όλο της το εύρος, σε συνδυασμό με την ανα­γκαία συμπόρευση με το ΚΚΕ παντού, που σήμερα φαίνεται ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να δυναμώσει, είναι που μπορεί να φέρει πραγματικά καλύτερες μέρες για τους πολλούς.