Οι Ολυμπιακοί αγώνες έχουν χαρίσει αθλητικά γεγονότα που έχουν μείνει στην ιστορία. Στην πραγματικότητα, όμως, στη συλλογική μνήμη έχουν χαραχτεί και ορισμένες άλλες στιγμές που δε χαρακτηρίζονται αμιγώς από την αθλητική τους σπουδαιότητα. Είναι εκείνες οι στιγμές που κορυφαίοι αθλητές όρθωσαν το ανάστημα τους και με τη στάση τους πέρασαν σπουδαία κοινωνικά μηνύματα που συγκίνησαν και ευαισθητοποίησαν το παγκόσμιο κοινό. Και αυτό έγινε ορισμένες φορές, όπως θα δούμε παρακάτω, με το ανάλογο προσωπικό «κόστος».
Από την πλευρά μας, θα θέλαμε να ευχηθούμε κάθε επιτυχία στους Έλληνες αθλητές της Ολυμπιακής αποστολής, αθλητές που παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σε όλα τα επίπεδα επιμένουν να κάνουν αυτό που αγαπούν. Για ακόμη μία φορά θα ξαναδούμε το χιλιοπαιγμένο έργο. Τα προσωρινά συχαρίκια των Κυβερνήσεων στις επιτυχίες και την διαχρονική αδιαφορία των κρατικών θεσμών για το μέλλον αυτών των παιδιών, καθώς και εκατοντάδων άλλων αθλητών που αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα στην αθλητική τους διαδρομή.
Παρακάτω συλλέξαμε ορισμένες στιγμές που άφησαν το στίγμα τους σε αυτή την πορεία ετών.
Οι υψωμένες γροθιές
Η υψωμένη γροθιά των Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος στο βάθρο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1968 είναι ένα από τα πιο δυνατά φωτογραφικά στιγμιότυπα της ιστορίας, που έγινε σύμβολο εκφράζοντας την αντίσταση στο ρατσισμό που βίωναν οι Αφροαμερικανοί στις ΗΠΑ. Στο άκουσμα του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ, οι δύο Αφροαμερικανοί, φορώντας μαύρες κάλτσες και γάντια, σηκώνουν τις γροθιές τους σε χαιρετισμό που παραπέμπει στην πάλη ενάντια στον ρατσισμό. Την επόμενη ημέρα η Ολυμπιακή Επιτροπή των ΗΠΑ τους ανακαλεί. Οι δύο αθλητές λαμβάνουν γράμματα μίσους, απειλούνται για τη ζωή τους και κατηγορούνται για συμμετοχή τους στους Μαύρους Πάνθηρες. Αμφότεροι θα εγκαταλείψουν τον στίβο και την καριέρα τους αλλάζοντας άθλημα.
Λιγότερη γνωστή όμως είναι η ιστορία του τρίτου και θεωρητικά «αφανή» αθλητή της φωτογραφίας. Ο Αυστραλός Πήτερ Νόρμαν, που κατετάγη δεύτερος, ενημερωμένος από πριν για την κίνησή τους, τους συμπαραστέκεται φορώντας το σήμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποβάλλεται επίσης από την αυστραλιανή αποστολή. Η τιμωρία για τον Αυστραλό σπρίντερ, ο οποίος χάρη σε εκείνη την κούρσα κατέχει ακόμα το ρεκόρ Ωκεανίας στα 200μ (20:06), ήταν παραδειγματική. Δεν συμμετείχε ποτέ ξανά σε διεθνείς αγώνες. Αφότου διαπίστωσε ότι η καριέρα του στον στίβο τελείωσε, έπαιξε για μια πενταετία ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο και ακολούθως έγινε προπονητής. Εκτός από γυμναστής, έκανε κάποιες δουλειές του ποδαριού για να συντηρηθεί οικονομικά, ενώ σε κάποια περίοδο της ζωής του πέρασε από τη φάση του αλκοολισμού και της κατάθλιψης. Η κυβέρνηση της Αυστραλίας αντιμετώπισε έναν από τους κορυφαίους σπρίντερ στην ιστορία της σα να μην υπήρξε ποτέ. Υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να βάλει «νερό στο κρασί της». Να ενδώσει ο Νόρμαν στις αφόρητες πιέσεις που δέχτηκε προκειμένου να αποκηρύξει την ενέργεια των συναθλητών του και να απολογηθεί δημόσια για τη δική του στάση. Αυτή τη συγγνώμη, όμως, ο Νόρμαν δεν την ψέλλισε ποτέ. Παρέμεινε έως το τέλος της ζωής του συνεπής στις ιδέες του, πεπεισμένος ότι είχε πράξει το σωστό στις 16 Οκτωβρίου του 1968. Οι δύο συναθλητές του δεν τον ξέχασαν. Ήταν εκεί στην κηδεία του για να κουβαλήσουν το φέρετρό του.
«Τι είναι 5 εκατομμύρια δολάρια μπροστά στην αγάπη 5 εκατομμυρίων Κουβανών; »
Με αυτή την απάντηση ένας θρύλος της ερασιτεχνικής πυγμαχίας, ο Τεόφιλο Στίβενσον άφησε άφωνους τους promoters που του πρότειναν έπειτα από την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στην κατηγορία των βαρέων βαρών στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1972, 5 εκατομμύρια δολάρια ώστε να απαρνηθεί τα ιδανικά και τις αξίες του, να εγκαταλείψει τη χώρα του και να διεκδικήσει τον παγκόσμιο τίτλο από τον περίφημο Μοχάμεντ Άλι. Στα επόμενα χρόνια και έως το τέλος της καριέρας του, το 1986, το προσφερόμενο ποσό αυξανόταν με ρυθμούς ανάλογους προς τα Ολυμπιακά του μετάλλια. Και αυτός συνέχιζε να λέει «όχι». Στο κλείσιμο της καριέρας του, θα αναφερθεί ξανά στην αγάπη που του έδειξε ο λαός της Κούβας, δηλώνοντας πως «αυτή αποτέλεσε το παν κατά τη διάρκεια της καριέρας του». Για τη στάση του τιμήθηκε το 1989 με το βραβείο της UNESCO «Pierre de Coubertin Fair Play», ενώ είναι ένας από τους 25 αθλητές που τιμήθηκαν στην Ατλάντα το 1996, με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Στίβενσον είναι ένας από τους πλέον αγαπημένους ήρωες των Ολυμπιακών Αγώνων. Ταυτόχρονα, είναι ένας από τους αγαπημένους ήρωες των Κουβανών. Όχι μόνο για τα Ολυμπιακά μετάλλια που κέρδισε, αλλά και γιατί απέρριψε τη δόξα και τα χρήματα, παραμένοντας στην πατρίδα του. Παρόμοια ιστορία και διαδρομή έχει και ακόμη ένας Κουβανός θρύλος της Πυγμαχίας, ο Φελίξ Σαβόν που απέρριψε πρόταση δέκα εκατομμυρίων δολαρίων για να λάβει μέρος σε αγώνα πυγμαχίας ενάντια στον Μάικ Τάισον. Αυτοί οι δυο, μαζί με τον Ούγγρο Λάζλο Παπ, είναι οι μόνοι ερασιτέχνες πυγμάχοι που κατάφεραν να στεφθούν τρεις φορές χρυσοί Ολυμπιονίκες.
Το “μαύρο βέλος” κατά του φασισμού
Το “μαύρο βέλος”, Τζέι Σι Οουενς, γεννήθηκε στο Λόρενς Κάουντι των ΗΠΑ και ζούσε σε γκέτο κάνοντας αυτός και η οικογένειά του πολλές δουλειές, όπως «ντελίβερι», τσαγκάρης και βοηθός μηχανικών αυτοκινήτων, ενώ το «τρέξιμο» ήταν η μόνη του διέξοδος από τα προβλήματα. Ο προπονητής που τον ανακάλυψε, Τσαρλς Ρίλεϊ, τον ενθάρρυνε πολλές φορές, και έκανε προπόνηση μετά το σχολείο πριν πιάσει βάρδια ως τσαγκάρης. Το 1935 και το 1936 σάρωσε τις πρωτιές στα πρωταθλήματα, ωστόσο στα ταξίδια που έκανε για τους αγώνες έτρωγε και κοιμόταν σε μέρη ειδικά για μαύρους, αναγκαζόμενος παράλληλα από κάποιο σημείο και μετά να δουλεύει μερική απασχόληση για να καλύπτει τα έξοδα της σχολής του. Το 1936 ήταν η χρονιά που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου ο Τζέι Σι Οουενς έδωσε με τα τέσσερα χρυσά μετάλλιά του ένα πολύ ηχηρό χαστούκι στις χιτλερικές ιδέες περί «ανωτερότητας της άριας φυλής». Ο Όουενς παρά το γεγονός ότι έκανε κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο δεν εκλήθη ποτέ στον Λευκό Οίκο για συγχαρητήρια, ούτε έλαβε κάποιο τηλεγράφημα από τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ ή τον Χάρι Τρούμαν. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες δούλεψε σε βενζινάδικο, σε καθαριστήριο, και ταξίδεψε ανά τον κόσμο, πραγματοποιώντας ομιλίες, συμβιβαζόμενος, εν μέρει, με το πέρασμα του χρόνου στις απαιτήσεις του «μάρκετινγκ». Μόλις το 1955 έλαβε τον τίτλο του «Πρεσβευτή του Αθλητισμού», ενώ χρειάστηκαν μερικές δεκαετίες ακόμα για να περάσει στο πάνθεον των Αμερικανών «άσπιλων ηρώων». Ο Όουενς πέθανε στα 66 του έχοντας προσπαθήσει λίγους μήνες πριν το θάνατό του να πείσει τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ, να μην μποϊκοτάρει τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Δουλέψαμε σκληρά για να φτάσουμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά η παλαιστινιακή υπόθεση είναι πάνω απ’ όλα
Με αυτή τη λιτή δήλωση ο Αλγερινός αθλητής του τζούντο, Φετχί Νουρίν, αποχώρησε από τους Ολυμπιακούς του Τόκιο τον Ιούλιο του 2020 όταν κληρώθηκε να αγωνιστεί ενάντια στον Ισραηλινό Τοχάρ Μπούτμπουλ. Η διεθνής ομοσπονδία τον απέβαλε, μαζί και τον προπονητή του, Αμάρ Μπενίκχλεφ, τιμωρώντας με δεκαετή αποκλεισμό, τονίζοντας πως «Η απόφαση του Νουρίν είναι κόντρα στις αρχές της διεθνούς ομοσπονδίας και το Ολυμπιακό ιδεώδες».
Ήξερες ότι…
H Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή εισήγαγε έναν νέο όρο για να επιτρέψει τη συμμετοχή ορισμένων Ρώσων και Λευκορώσων αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, με αφορμή την απαράδεκτη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Είναι να διερωτάται κάποιος τι θα συνέβαινε όμως αν εφάρμοζε την ίδια πολιτική για όλες τις χώρες που εισβάλλουν ή διατηρούν στρατιωτικές δυνάμεις σε άλλα κράτη... Άραγε η ΔΟΕ απαιτούσε όλα αυτά τα χρόνια να συμμετέχουν Αμερικανοί αθλητές που δεν στήριζαν τις αμερικανικές εισβολές στο Βιετνάμ, τη Γρανάδα, τον Παναμά, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Λιβύη κ.ο.κ.; Θα έπρεπε η Γαλλία να συμμετέχει και να διοργανώνει Ολυμπιακούς Αγώνες με δεδομένο ότι από το 1960 ο γαλλικός στρατός έχει επέμβει 39 φορές σε πρώην γαλλικές αποικίες στην Αφρική; Ή μήπως τα Ολυμπιακά ιδεώδη ταυτίζονται με τους Ναζιστικούς Ολυμπιακούς αγώνες στο Βερολίνο το 1936; Όσο για την λεγόμενη «πολιτική ουδετερότητα», μάλλον περιμένουμε από τη ΔΟΕ να απαιτήσει και τη συμμετοχή μόνο των «πολιτικά ουδέτερων» αθλητών του Ισραήλ στους Ολυμπιακούς αγώνες του Παρισιού