Το αναγκαίο, το εφικτό και το ακατόρθωτο…
Τρί, Δεκ 1, 2020
Οι λέξεις του τίτλου προέρχονται από μία πρόσφατη τοποθέτηση του υπουργού Υγείας Β. Κικίλια σχετικά με την κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας και συγκεκριμένα από τη φράση του «κάναμε το αναγκαίο, μετά κάναμε το εφικτό και τώρα κάνουμε αυτό που φαινόταν ακατόρθωτο». Από τον Φλεβάρη μέχρι σήμερα, είτε έχουμε 10 είτε 3.000 νέα κρούσματα ημερήσια, η κυβέρνηση τον ίδιο ισχυρισμό απευθύνει στον λαό: «Εμείς κάνουμε ότι είναι δυνατό, αυτές είναι οι δυνατότητές, από εκεί και πέρα όλα κρίνονται από την ατομική σας ευθύνη». Τα ίδια λένε πάνω-κάτω όλες οι κυβερνήσεις στον καπιταλιστικό κόσμο. Το ερώτημα προκύπτει σχεδόν αυτόματα: Θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι αλλιώς;
Πώς θα ήταν τα πράγματα αν…
Ακούμε συνεχώς ότι «βρισκόμαστε σε πόλεμο». Όμως σε έναν πόλεμο πας με όλα σου τα όπλα, κινητοποιείς όλες σου τις δυνάμεις, δεν στέλνεις τα στρατεύματα ξυπόλυτα στη μάχη. Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν: τα πράγματα σήμερα θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα:
⇒ Αν από το 2009 έως το 2018 με κυβερνήσεις ΝΔ, ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη Υγείας στην Ελλάδα δεν είχε υποχωρήσει κατά 43,9%; Αν δεν είχαν καταργηθεί 10.000 κλίνες στα δημόσια νοσοκομεία με το κριτήριο της «χαμηλής πληρότητας», λες και μιλάμε για ξενοδοχεία σε τουριστικούς προορισμούς;
Αυτή η διαχρονική πολιτική έχει σαν αποτέλεσμα στο Γενικό Νοσοκομείο της Δράμας 4 παθολόγοι και 1 πνευμονολόγος να πρέπει σήμερα να περιθάλψουν 140 ασθενείς με Covid-19, την ώρα που ο Κικίλιας δηλώνει ότι «δεν έχει πρόβλημα το νοσοκομείο, αλλά η Δράμα»… Οι «περιορισμένες δυνατότητες του Εθνικού Συστήματος Υγείας» για τις οποίες ακούμε συνεχώς δεν έπεσαν από τον ουρανό, αλλά είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών.
⇒ Αν η κυβέρνηση είχε προχωρήσει στην επίταξη όλων των δομών και του προσωπικού του ιδιωτικού τομέα της υγείας από την αρχή της πανδημίας, όπως ζητούσε το ΚΚΕ και οι μαχόμενοι νοσοκομειακοί γιατροί; Αν, για παράδειγμα, στις 900 δημόσιες νοσοκομειακές κλίνες που υπάρχουν στη Λάρισα, τα νοσοκομεία της οποίας στενάζουν, είχαν προστεθεί οι 2500 κλίνες του ιδιωτικού τομέα; Αν είχαν επιταχθεί τα ιδιωτικά διαγνωστήρια για την πραγματοποίηση μαζικών δωρεάν τεστ; Αν είχαν «ριχτεί» στη μάχη με σχέδιο και εκπαίδευση όλοι οι ιδιώτες γιατροί της χώρας;
Αντί να κάνει τα παραπάνω, η κυβέρνηση στην αρχή ειρωνευόταν το αίτημα για επίταξη, απαντώντας δια στόματος του υφυπουργού Υγείας Κοντοζαμάνη σε ερώτηση του Ριζοσπάστη ότι «αυτά γίνονται μόνο σε πολιτικά συστήματα που έχουν εξαφανιστεί από τον πλανήτη» (το ότι έτσι έμμεσα παραδέχτηκε την ανωτερότητα του σοσιαλισμού, μάλλον δεν το κατάλαβε ποτέ…). Και όταν η κατάσταση είχε ήδη φτάσει στο απροχώρητο, συνέχιζε να παρακαλάει τα κοινωνικά παράσιτα που λέγονται «επιχειρηματίες της υγείας» να νοικιάσουν στο κράτος κάποιες υποδομές τους στη Θεσσαλονίκη, για να εισπράξει κατάμουτρα την άρνησή τους, προφανώς γιατί τα κέρδη από τα συμβόλαια με τις ιδιωτικές ασφαλιστικές είναι περισσότερα. Ακόμα και σήμερα, πραγματική επίταξη (δηλαδή ανάληψη από το κράτος της ευθύνης για τη λειτουργία των δομών και την αμοιβή του προσωπικού, χωρίς αποζημίωση στους ιδιοκτήτες) δεν έχει γίνει. Αυτό που γίνεται είναι να εφαρμόζεται (πολύ περιορισμένα) η τροπολογία που ψήφισαν ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ και προβλέπει δωράκι 30 εκατομμυρίων για αγορά υπηρεσιών από τους ιδιώτες.
⇒ Αν είχαν υλοποιηθεί έστω οι στοιχειώδεις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που συνοψίζονται στο τετράπτυχο test-trace-isolate-support (βρίσκω-ελέγχω-απομονώνω-υποστηρίζω); Πώς μπορεί να ελεγχθεί η πορεία μιας πανδημίας όταν δεν γνωρίζουμε καν πόσα και πού είναι τα κρούσματα, τι κάνουν και πού βρίσκονται όσοι έχουν βρεθεί θετικοί κλπ; Ενδεικτικά, στις 30/11/2020 ο ΕΟΔΥ έδωσε ημερήσια ενημέρωση βασισμένη σε μόλις 7.000 τεστ (!).
Στην ουσία τεστ κάνει όποιος έχει να το πληρώσει, ακόμα και αν έχει έρθει σε επαφή με κρούσμα. Η διατίμηση που ανακοίνωσε η κυβέρνηση 8 ολόκληρους μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας και αφού οι κλινικάρχες υπολογίζεται ότι έχουν «αρμέξει» -μόνο από τα τεστ- περίπου 250 εκατομμύρια ευρώ από τις τσέπες του λαού, είναι απλά μια ομολογία για το όργιο κερδοσκοπίας το οποίο στην ουσία ενθάρρυνε και που θα συνεχιστεί, έστω και με διατίμηση.
Η ιχνηλάτηση όταν επιβεβαιώνεται κρούσμα σε χώρους δουλειάς, σχολεία κλπ είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο. Και πώς να πραγματοποιηθεί όταν οι 947 ολιγόμηνες προσλήψεις που έγιναν στον ΕΟΔΥ, όχι μόνο δεν φτάνουν αλλά, ενώ αυτοί οι άνθρωποι έχουν ριχτεί στη μάχη της πανδημίας, η κυβέρνηση τους επόμενους μήνες θα τους απολύσει;
Η απομόνωση είναι και αυτή στην ατομική ευθύνη του καθενός και σε πολλές περιπτώσεις, όταν πχ μια τετραμελής οικογένεια ζει σε 80 τετραγωνικά, είναι απλά αδύνατη. Πόσο μάλλον όταν έχεις και τον εργοδότη να σε πιέζει να «βάλεις μάσκα και να επιστρέψεις στη δουλειά» ακόμα και με θετικό τεστ. Λύση θα μπορούσε να αποτελέσει η πρόταση του ΚΚΕ για δέσμευση ξενοδοχείων και καταλυμάτων, ώστε ασθενείς που δεν χρήζουν νοσηλείας σε νοσοκομείο, να εντάσσονται σε πρόγραμμα εθελοντικής καραντίνας, όταν αυτή δεν μπορεί να γίνει στο σπίτι τους, αλλά η κυβέρνηση κάνει πως δεν την έχει ακούσει.
⇒ Αν οι επιστήμονες δεν είχαν κυριολεκτικά «μαύρα μεσάνυχτα» για την κατάσταση στους χώρους δουλειάς; Πολύς λόγος έγινε τις προηγούμενες μέρες για τη «διαφάνεια» στην καταγραφή των κρουσμάτων, αλλά οι χώροι όπου οι άνθρωποι περνούν 8 με 12 ώρες της μέρας τους, και το πώς πηγαίνουν και γυρίζουν από αυτούς, είναι έξω από τη συζήτηση. Στην Αγγλία του πρώτου επιδημικού κύματος, για παράδειγμα, οι βιομηχανικοί εργάτες είχαν κατά δύο φορές υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από τους διευθυντές και τους εργοδότες. Στην Ελλάδα πραγματικά στοιχεία για τα κρούσματα σε εργάτες δεν δημοσιεύονται. Ό,τι έχει γίνει γνωστό έχει γίνει από καταγγελίες συνδικάτων ή συμπτωματικά.
Η λίστα είναι ατελείωτη, αλλά δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε. Δεν επαναλαμβάνουμε καν το κομβικό ερώτημα, πώς θα ήταν τα πράγματα αν δεν είχαν συμβεί τα εγκλήματα του καλοκαιριού με το άνοιγμα του τουρισμού με τους όρους των επιχειρηματικών ομίλων. Νομίζουμε ότι η ουσία έγινε ήδη κατανοητή…
Μήπως είναι «ανίκανοι» και «ιδεοληπτικοί»;
Θα αναρωτηθεί κανείς: «Μα καλά; Δεν βλέπουν ότι κάτι πάει λάθος και ότι υπάρχουν λύσεις; Πώς είναι δυνατόν να συνεχίζουν αυτή την επικίνδυνη πολιτική την ώρα που χάνονται τόσες ζωές»; Εδώ έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ να απαντήσει ότι το πρόβλημα είναι η ανικανότητα της κυβέρνησης ή η «νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία» της, που δεν της επιτρέπει να στηρίξει το δημόσιο σύστημα υγείας. Αυτές οι απαντήσεις μπορεί να μοιάζουν αληθοφανείς, αλλά υπάρχουν πολλά που δεν μπορούν να εξηγήσουν…
Πώς γίνεται, για παράδειγμα, η «ανίκανη» κυβέρνηση να αποδεικνύεται τόσο ικανή στο να καταθέτει και να ψηφίζει το ένα πίσω από το άλλο τα αντιλαϊκά νομοσχέδια μέσα στην πανδημία; Πώς μπορεί και βρίσκει 31,4 δις ευρώ για τη διετία 2020-2021 για παρεμβάσεις στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης; Πώς μπορεί και κινητοποιεί μια ολόκληρη στρατιά δυνάμεων καταστολής για να επιβάλει σιγή νεκροταφείου στις διεκδικήσεις του λαού;
Και από την άλλη, αν το πρόβλημα είναι οι νεοφιλελεύθερες εμμονές, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν έχει τέτοιες, γιατί μείωσε ως κυβέρνηση την επιχορήγηση των νοσοκομείων κατά 860 εκατομμύρια (45%) από το 2015 έως το 2019; Γιατί επί ημερών του έγιναν 2500 συνταξιοδοτήσεις και μόνο 1000 μόνιμες προσλήψεις στα δημόσια νοσοκομεία; Γιατί ήταν ο πρώτος που ίδρυσε δημόσιο νοσοκομείο που λειτουργεί 100% σαν επιχείρηση, στη Σαντορίνη;
Το ερώτημα μπορεί να επεκταθεί και για τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που υπάρχουν σήμερα σε χώρες που ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλει ως πρότυπα, όπως στην Ισπανία, όπου οι υγειονομικοί είναι στους δρόμους και διαμαρτύρονται για τις περικοπές που τους έχουν αφήσει απροστάτευτους στην πανδημία.
Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο!
Οι προτάσεις του ΚΚΕ, των φορέων του εργατικού-λαϊκού κινήματος, των ίδιων των υγειονομικών πρέπει επιτέλους να εφαρμοστούν για να σωθούν ζωές. Αυτό θα το επιβάλουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και η νεολαία με τον αγώνα τους, κόντρα στην εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης. Χρόνος για αναμονή δεν υπάρχει.
Η πανδημία κάποια στιγμή θα περάσει. Μαζί με τον αγώνα για να βγούμε από αυτή όρθιοι και υγιής έχει ιδιαίτερη σημασία να ανοίξει ακόμα πιο πλατιά η συζήτηση, να δυναμώσει ο προβληματισμός για το τι πρέπει να γίνει ώστε να μην βρεθούμε ξανά μέσα στον ίδιο φαύλο κύκλο. Αυτό επιχειρούμε σε πολλές από τις σελίδες αυτού του τεύχους του «Οδηγητή». Γιατί, τελικά, πολλή συζήτηση μπορεί να γίνει για το τι είναι «αναγκαίο» και τι «εφικτό». Με σιγουριά, όμως, μπορούμε να πούμε τι είναι «ακατόρθωτο»: Να συμβιβαστούν οι ανάγκες μας με τα κέρδη των εκμεταλλευτών μας.
«Το άγχος και η σκέψη μας είναι σε καθέναν από τους ασθενείς μας»
Η κατάσταση στις δομές υγείας όλης της χώρας, ιδιαίτερα της Β. Ελλάδας, είναι σε οριακό σημείο μετά την έξαρση του δευτέρου κύματος πανδημίας. Καθημερινά οι ρυθμοί μας μέσα στα νοσοκομεία είναι στο κόκκινο. Φτάνουμε να κάνουμε την δουλειά δύο και τριών, γιατί το προσωπικό είναι ελάχιστο, αλλά οι ανάγκες των ασθενών παραμένουν. Το άγχος και η σκέψη μας είναι σε καθέναν από τους ασθενείς μας, ειδικά σε αυτόν που επιβαρύνεται, πώς θα του προσφέρουμε κάτι παραπάνω, αν θα υπάρχει διαθέσιμο κρεβάτι ΜΕΘ. Παράλληλα, όμως, πεισμώνουμε ακόμα πιο πολύ και δίνουμε το 110% των δυνατοτήτων μας για την περίθαλψη των ασθενών, παίρνουμε θάρρος από τις προτροπές τους να συνεχίσουμε να δίνουμε αυτήν την μάχη.
Από την άλλη βλέπουμε την κυβέρνηση και διάφορους υποστηρικτές της, τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο και διάφορα ΜΜΕ, να προσπαθούν να καλλιεργήσουν το κλίμα ότι «τώρα όλοι συσστρατευόμαστε στον κοινό σκοπό, αφήνουμε στην άκρη τα τεράστια προβλήματα του ΕΣΥ, τις ευθύνες των κυβερνώντων, τις διεκδικήσεις μας», με άλλα λόγια σωπαίνουμε και γινόμαστε συνένοχοι αυτής της πολιτικής που έχει οδηγήσει στο να χάνονται εκατοντάδες ζωές καθημερινά.
Σε πείσμα όλων αυτών, οι υγειονομικοί γνωρίζουμε πολύ καλά πως επιστημονικά ορθό είναι ό,τι είναι προς το συμφέρον της υγείας του λαού. Οι αξίες μας, των νέων επιστημόνων που ριχνόμαστε σε αυτή την μάχη ζωής και θανάτου, δεν έχουν καμία σχέση με αυτήν την λογική που προσπαθούν να επιβάλλουν. Για αυτό, παράλληλα με την μάχη στις κλινικές που με αυταπάρνηση προσφέρουμε στην περίθαλψη των ασθενών, πρέπει να πρωτοστατήσουμε στην μάχη για άμεσα μέτρα ενίσχυσης του ΕΣΥ, με μαζικές προσλήψεις και επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας. Στην μάχη για ένα σύστημα υγείας που έχει ανάγκη ο λαός, όπου η υγεία δεν θα είναι εμπόρευμα.
Χρήστος Καραχρήστος,
Ειδικευόμενος πνευμονολόγος
στο νοσοκομείο «Παπανικολάου»
και ΓΓ της Ένωσης Νοσοκομειακών
Ιατρών Θεσσαλονίκης