Πάμε …γυμνάσιο!:Το καλοκαίρι του Σον στο “This is England”
Παρ, Ιουλ 21, 2023
Ο τίτλος του άρθρου είναι λίγο παραπλανητικός. Δεν επιλέξαμε να αναφερθούμε στην ταινία του Σέιν Μέντοουζ, που κυκλοφόρησε το 2006, λόγω του καλοκαιριού. Όπως επίσης, δεν προτείνουμε την συγκεκριμένη ταινία στη στήλη «Πάμε Γυμνάσιο» του «Οδηγητή» επειδή έχει αναφορά στο καλοκαίρι που έζησε ένα 12χρονο παιδί στην Αγγλία, τον Ιούλη του 1983.
Η ταινία «This is England» προσεγγίζει το ζήτημα της διείσδυσης της φασιστικής ιδεολογίας και δράσης σε εργατικά-λαϊκά στρώματα της Αγγλίας εκείνη τη χρονική περίοδο.
Καταφέρνει με ιδιαίτερα ενδιαφέρον τρόπο να αποδώσει εικόνες, συναισθήματα και το ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και ένα 12χρονο παιδί στη βία, την αλλοτρίωση και την εγκληματική ιδεολογία και πράξη του φασισμού.
Λίγα λόγια για την Αγγλία εκείνη την εποχή
Είναι η περίοδος που έχει τελειώσει με νίκη της Αγγλίας η πολεμική της σύγκρουση με την Αργεντινή για την κυριαρχία στα νησιά Φόκλαντς. Στην κυβέρνηση τότε και για όλη την δεκαετία του 1980 είναι η Μάργκαρετ Θάτσερ. Έγιναν ιδιωτικοποιήσεις σε μια σειρά τομείς της οικονομίας, έκλεισαν εργοστάσια με τους ανέργους να ξεπερνούν τα 3.000.000.
Αν δεχτούμε ότι η κυβέρνηση της Αγγλίας τότε ήταν «πρωτοπόρα» στην εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής, σίγουρα από την άλλη μπορούμε να πούμε ότι αυτά δεν εφαρμόστηκαν μόνο από την «ακραία νεοφιλελεύθερη Θάτσερ», όπως έχει χαρακτηριστεί. Τα εφάρμοσε τόσο το Εργατικό Κόμμα στη Μ. Βρετανία, αλλά και μετέπειτα μια σειρά από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη.
Εκείνη την περίοδο δόθηκαν σκληροί αγώνες από την εργατική τάξη. Είναι εμβληματικός ο αγώνας των συνδικάτων στα ανθρακωρυχεία την περίοδο 1984-1985. Εξίσου «εμβληματική», όμως, είναι η απουσία Κομμουνιστικού Κόμματος με επαναστατική στρατηγική και με επιρροή στην πολυπληθή εργατική τάξη της χώρας. Η «κυριαρχία» του Εργατικού Κόμματος στο συνδικαλιστικό κίνημα, η ταύτισή του ουσιαστικά, στη θεωρία και την πράξη, σε όλα τα στρατηγικά ζητήματα με το «Συντηρητικό» Κόμμα της Μ. Βρετανίας ενίσχυε το παραλυτικό «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Μέσα σε ένα περιβάλλον, λοιπόν, που περιγράφεται πολύ περιγραφικά παραπάνω, με την αποθέωση του «ο θάνατός σου, η ζωή μου», με την ενίσχυση του εθνικισμού από την ίδια την αστική τάξη για «μια Αγγλία που πρέπει να κυριαρχήσει ξανά» και με μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης να περιθωριοποιείται πολιτικά-κοινωνικά και οικονομικά «άνθισε» και ο φασισμός.
Μια βιωματική-αυτοβιογραφική ταινία
Για μια σειρά από λόγους είναι χρήσιμο να γνωρίζει όποιος δει την ταινία πως αφορά μια καλλιτεχνική αφήγηση ενός «πραγματικού» καλοκαιριού που πέρασε ο σκηνοθέτης της ταινίας σαν παιδί. Εξαρχής παραθέτουμε και μια σχετική δήλωση που είχε κάνει παλιότερα: «Όταν άκουσα για πρώτη φορά για το National Front (σ.σ Φασιστικό μόρφωμα, που ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1960) η εικόνα που σχηματίσθηκε ήταν η εισβολή από θαλάσσης των Ασιατών και οι σκίνχεντ στην παραλία να μάχονται για να τους απωθήσουν. Για έναν 12χρονο αυτή είναι μια ρομαντική εικόνα. Ακολουθείς τα βήματα των προγόνων σου. Όταν είσαι 12 χρονών και ζεις σε μια φτωχή πόλη που μαστίζεται από την ανεργία και κάποιος έρθει και σου πει “αυτοί φταίνε για όλα”, το πιστεύεις. Όταν ήμουν μικρός το πίστευα και εγώ αυτό για σχεδόν 3 βδομάδες. Μερικοί το πιστεύουν ακόμα και αυτό είναι τρομακτικό».
Σύντομος σχολιασμός
Ένας νέος άνθρωπος που θα δει την ταινία ίσως παραξενευτεί από τον τρόπο που θίγονται μια σειρά ζητήματα στην ταινία. Είναι φανερό πως ακόμα και ο πιο αποκρουστικός χαρακτήρας, εμποτισμένος με το φασιστικό δηλητήριο παρουσιάζεται σε αρκετές στιγμές με πολλά «ανθρώπινα» χαρακτηριστικά… Με έντονη θλίψη για τη ζωή του, με ερωτικές απογοητεύσεις και με μια αίσθηση ότι είναι μόνιμα «ηττημένος». Επίσης, η ταινία αφιερώνει πολύ «χώρο» παρουσιάζοντας μια «διαφορετική» εικόνα για τους skinheads, την κουλτούρα τους και την αισθητική τους, προσπαθώντας, όντως πολύ επίμονα, να αναδείξει πως δεν ήταν όλοι ρατσιστές και φασίστες, απλά ορισμένοι από αυτούς αποτέλεσαν για διάφορους λόγους ένα «πρόπλασμα» των γνωστών και σε εμάς ταγμάτων εφόδου του φασισμού.
Θα ήταν όμως άδικο, για αυτούς τους λόγους, η ταινία να χαρακτηριστεί «επιφανειακή» ή πως αφήνει περιθώρια απενοχοποίησης των φασιστών, της προσωπικότητας και της δράσης τους. Το αντίθετο. Παίρνοντας υπόψη ότι αντικειμενικά στην ταινία υπάρχει το προσωπικό βίωμα του σκηνοθέτη και πιθανά η ανάγκη του να σταθεί περισσότερο σε ένα σχήμα «εκείνη την εποχή μπορούσαν όλοι να παραπλανηθούν, τώρα αυτό δεν επιτρέπεται», ο φασισμός τοποθετείται με πολύπλευρο τρόπο στην πραγματική ρίζα, την ίδια την καπιταλιστική κοινωνία και το αστικό πολιτικό σύστημα που τον θρέφει.
Πέρα από τα παραπάνω, ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι η περιγραφή των τρόπων με τους οποίους στρατολογούσαν οι φασίστες. Δηλαδή, το πώς ιεράρχησαν μια ομάδα νέων ανθρώπων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (φτώχεια, περιθωριοποίηση, υποκουλτούρα των skinheads κ.λπ). Η σαφής «αιχμή» στην ταινία ότι η φτώχεια και η οπουδήποτε υποκουλτούρα δεν οδηγεί αυτόματα στον φασισμό. Χρειάζονται και «κατάλληλοι» στρατολόγοι που έχουν απευθείας σχέση με μηχανισμούς του αστικού κράτους.
Ελπίζουμε, όσα αναφέραμε να συμβάλουν σε μια πιο απολαυστική θέαση της ταινίας για όσους επιλέξουν να την δουν, είτε μαθητές γυμνασίου είτε μεγαλύτεροι. Πάντως να μας αναγνωριστεί, ότι σε αντίθεση με άλλες φορές, δεν έχουμε κάνει καθόλου spoiler...